«Βλέπετε λοιπόν… Τότε τι έχετε να πείτε;»
Ο κόμης επιστράτευσε όλο του το κουράγιο.
«Λοιπόν, Κριστίν, νομίζω πως σας κοροϊδεύουν!»
Αυτή τότε άφησε ένα ουρλιαχτό κι άρχισε να τρέχει. Έτρεξε πίσω της αλλά εκείνη του φώναξε αγριεμένα:
«Αφήστε με! Αφήστε με!» κι εξαφανίστηκε.
Ο Ραούλ επέστρεψε στο πανδοχείο κατάκοπος, αποθαρρημένος και πολύ στενοχωρημένος.
Έμαθε πως η Κριστίν μόλις πριν λίγο είχε ανεβεί στο δωμάτιο της και πως δε θα κατέβαινε για φαΐ. Ο νέος ρώτησε μήπως ήταν άρρωστη. Η καλή κυρά του πανδοχείου του απάντησε μ' ένα διφορούμενο ύφος πως αν ήταν άρρωστη θα πρέπει να ήταν κάτι όχι σοβαρό και καθώς πίστευε πως επρόκειτο για καβγαδάκι δύο ερωτευμένων, απομακρύνθηκε ανασηκώνοντας τους ώμους και γκρινιάζοντας στα μουλωχτά, οικτίροντας τους δυο νέους που σπαταλούσαν σε μάταιους καβγάδες τον καιρό που ο καλός Θεός τους έδωσε να περάσουν πάνω στη γη. Ο Ραούλ έφαγε μόνος του, σε μια γωνιά και, όπως μπορείτε να φανταστείτε, χωρίς όρεξη και πολύ κακόκεφα. Αργότερα, στο δωμάτιό του, προσπάθησε να διαβάσει· μετά, στο κρεβάτι του, προσπάθησε να κοιμηθεί; Από δίπλα δεν ακουγόταν τίποτα. Τι να έκανε η Κριστίν; Κοιμόταν; Κι αν δεν κοιμόταν τι να σκεφτόταν άραγε; Kt αυτός; Τι σκεφτόταν; Ήταν ικανός να το παραδεχτεί, να το πει; Η περίεργη συζήτηση που είχε με την Κριστίν τον είχε κυριολεκτικά αναστατώσει!… Σκεφτόταν λιγότερο την Κριστίν και περισσότερο σχετικά με την Κριστίν. Κι αυτό το «σχετικά» ήταν τόσο διάχυτο, τόσο αφηρημένο, τόσο νεφελώδες, που του προκαλούσε μια αλλόκοτη αγωνία στην καρδιά.
Οι ώρες κυλούσαν πολύ αργά. Θα ήταν περίπου εντεκάμισι η ώρα, όταν άκουσε ξεκάθαρα κάποιον να περπατά στο διπλανό δωμάτιο. Ήταν ένα περπάτημα ελαφρύ, φευγαλέο. Η Κριστίν λοιπόν δεν κοιμότανε; Δίχως να συνειδητοποιεί τι πράττει, ο νέος ντύθηκε βιαστικά, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο. Έτοιμος για όλα, περίμενε. Έτοιμος για τι πράγμα; Μήπως ήξερε;
Η καρδιά του χοροπήδησε όταν άκουσε την πόρτα της Κριστίν ν' ανοίγει. Πού να πήγαινε άραγε αυτήν την ώρα που όλοι στο Περός κοιμόντουσαν; Μισάνοιξε μαλακά την πόρτα του και μπόρεσε να δει, μέσα σε μια φεγγαραχτίδα, τη λευκή φιγούρα της Κριστίν να γλιστράει προσεχτικά στο διάδρομο. Έφτασε στη σκάλα. Κατέβηκε κι αυτός πίσω της, έσκυψε απ' τη ράμπα. Ξάφνου άκουσε δυο φωνές που συζητούσαν βεβιασμένα. Άκουσε μια φράση: «Μη χάσετε το κλειδί». Ήταν η φωνή της ξενοδόχας. Κάτω, άνοιξε η πόρτα που έβγαζε στην ακρογιαλιά. Ξανάκλεισε. Κι όλα ξανάγιναν ήσυχα όπως πριν. Ο Ραούλ γύρισε γρήγορα στο δωμάτιό του κι έτρεξε το παράθυρο. Η λευκή φιγούρα της Κριστίν προχωρούσε προς την έρημη αποβάθρα.
Ο πρώτος όροφος του πανδοχείου δεν ήταν πολύ ψηλά κι ένα δέντρο μπρος απ' το παράθυρο άπλωνε προκλητικά τα κλαδιά του προς τ' ανυπόμονα μπράτσα του Ραούλ, επιτρέποντάς του να βγει έξω χωρίς να τον πάρει είδηση η ξενοδόχα. Έτσι, μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξη αυτής της καλής γυναίκας όταν το επόμενο πρωί που της έφεραν το νέο άντρα σχεδόν παγωμένο, μισοπεθαμένο, έμαθε πως τον είχαν βρει σωριασμένο στα σκαλιά της μικρής εκκλησούλας του Περός. Έτρεξε να πει τα νέα στην Κριστίν, που κατέβηκε βιαστικά και με τη βοήθεια της ξενοδόχας πρόσφερε τις φροντίδες της στον Ραούλ ο οποίος δεν άργησε ν' ανοίξει τα μάτια του και συνήλθε εντελώς όταν είδε σκυμμένο πάνω του τ' όμορφο κεφάλι της φίλης του.
Μα τι συνέβη λοιπόν; Ο κύριος Μιφρουά, ο αστυνόμος της περιοχής, είχε την ευκαιρία, μερικές βδομάδες αργότερα, όταν το δράμα της Όπερας προκάλεσε την παρέμβαση του υπουργείου δημόσιας τάξης, είχε λοιπόν την ευκαιρία ν' ανακρίνει τον υποκόμη ντε Σανιύ για τα γεγονότα της νύχτας του Περός… Να λοιπόν, με ποιον τρόπο αυτά καταγράφηκαν στο φάκελο της ανάκρισης (κωδ. αρ. 150).
Ερώτηση: Η δεσποινίς Ντααέ δε σας είδε που κατεβήκατε από το δωμάτιό σας μ' αυτόν τον παράξενο τρόπο;
Απάντηση: Όχι, κύριε. Όχι, όχι, όχι. Ωστόσο, εγώ την ακολούθησα δίχως να προσέχω μην κάνω θόρυβο. Τότε, αυτό που ήθελα ήταν να γυρίσει να με κοιτάξει, να δει πως την ακολουθώ. Έλεγα στον εαυτό μου πως αυτό που έκανα, να την ακολουθώ έτσι, να την κατασκοπεύω ήταν λάθος και αναξιοπρεπές, όμως δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Εκείνη πάντως δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει πως την παρακολουθούσα και συμπεριφερότανε σαν να ήταν μόνη της. Έφυγε ήσυχα από την αποβάθρα και μετά, ξαφνικά, πήρε τον ανηφορικό δρόμο. Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μεσάνυχτα παρά τέταρτο και μου φάνηκε πως οι χτύποι του ρολογιού την έκαναν ν' ανοίξει το βήμα της, έτρεχε σχεδόν. Έτσι, τρέχοντας έφτασε στην πόρτα του νεκροταφείου.
Читать дальше