Ό πόνος καί ή συντριβή είναι κυρίως χάρισμα τού Θεού
Αδύνατον είναι νά άποκτήσης αυτόν τόν ύπερφυσικό πόνο, διότι ακόυσες παραπάνω, ότι ό παρόμοιος πόνος πρέπει νά έλθη άπό τή χάρι τού Θεού καί ότι είναι δικό του χάρισμα. Άφοῦ λοιπόν είναι χάρισμα τού Θεού, δίνεται δωρεάν καί σέ λίγους καί δέν δίνεται σέ όλες τίς ψυχές, γιατί διαφορετικά δέν είναι χάρισμα. Ακόμη ό πόνος αύτός είναι ένα χάρισμα άπό τά πιό πολύτιμα, πού μπορεί νά σού δώση ό Κύριος. Μιά εύεργεσία τής άγαθότητός του άπό τίς πιό εξαιρετικές. Ένα έργο άπό τά μεγαλύτερα τής παντοδυναμίας του, τόσο μεγάλο, ώστε αν ήθελε νά δημιουργήση ενα καινούργιο ολόχρυσο κόσμο καί ενα καινούργιο ούρανό όλο άπό σάπφειρο καί διαμάντι καί κατόπιν νά κάνη εσένα κύριο τού κόσμου αυτού, θά σού έδινε χιλιάδες φορές μικρότερο χάρισμα άπό τό νά σού έδινε μία πραξι άληθινοῦ πόνου καί άληθινής συντριβής.
Τώρα εσύ πιστεύεις, ότι θά σού δώση ό Θεός άμέσως καί όποτε θέλεις εσύ, αύτό τό τόσο πολύτιμο χάρισμα τής συντριβής; αύτό τό χάρισμα τό όποιο δέν τό δίνει σέ τόσους άλλους, τούς όποιους άφήνει στή σκληρότητά τους; «Διότι όποιον θέλει τόν κάνει σκληρό» (Ρωμ. 9,18) λέει. Αύτό τό χάρισμα, τό όποιο γιά νά τό πάρουν οί άγιοι σκληραγωγήθηκαν τόσο πολύ, έχυσαν τόσους ίδρωτες καί γιά νά τό πάρουν ετοιμάσθηκαν μέ τόσες μελέτες; Άν τό πιστεύης, κακώς τό πιστεύεις καί βγάλε τήν ιδέα αύτή άπό τήν φαντασία σου. Γι’ αύτό καί ό Μέγας Βασίλειος λέει δτι πολλές φορές ή ψυχή βιάζει τόν εαυτό της νά κατανυχθή καί δέν μπορεί, καί δτι γιά ν’ άποκτήση κάποιος τήν κατάνυξι, χρειάζεται πολλή μελέτη καί συχνή άσκησι· «Τό νά πιεζώμαστε καί νά μήν μπορούμε νά κατανυγοῦμε, άποκαλῦπτει καί τήν άμέλειά μας κατά τό παρελθόν, (γιατί δέν μπορεί ενας άνθρωπος, ποῦ άντιμετωπίζει κάτι ξαφνικά, νά τό ύπερνικήση χωρίς σκέψι καί χωρίς πολλή καί συνεχή άσκησι) καί δτι ή ψυχή κυριεύεται άπό άλλα πάθη καί δέν τής επιτρέπεται άπό αυτά νά είναι ελεύθερη εκεί πού θέλει» (δροι κατ’ επιτομήν ιστ').
Ένας ενάρετος κάθε χρόνο εκαμνε γενική έξομολόγησι, δηλαδή έξωμολογεϊτο δλα του τά άμαρτήματα πού έκανε σέ δλη του τή ζωή, δχι γιά τίποτε άλλο παρά γιά νά δεχθή στήν καρδιά του εναν άληθινό πόνο γιά τίς άμαρτίες του. Γι’ αύτό καί γιά πολλές εβδομάδες ετοιμαζόταν μέ τήν ησυχία καί μέ τίς μελέτες των πνευματικών γυμνασμάτων, καί τήν ημέρα πού ήθελε νά έξομολογηθή ετοιμαζόταν γιά οκτώ ωρες έξασκώντας τίς πράξεις τής συντριβής καί ζητώντας αύτό τό μεγάλο χάρισμα άπό τόν Θεό.
Καί εσύ, πού πιθανόν εχθές ή προχθές νά μολύνθηκες μέ καινούργια άμαρτήματα, χωρίς νά ύπολογίσης καθόλου τό βάρος τής άμαρτίας, χωρίς νά ύπολογίσης καθόλου τό μεγαλείο καί τήν άγαθότητα τοῦ Θεοῦ, πού εβλαψες, χωρίς νά διαβάσης κανένα βιβλίο, πού νά περιέχη τίς υποθέσεις αυτές, άλλά μόνο μέ τήν ένθύμησι τών κακών πού έκανες καί μέ τήν έξομολόγησι στόν Πνευματικό, νομίζεις δτι μέ αύτό άπέκτησες τήν άληθινή μετάνοια; Μακρυά, άδελφέ μου, μακρυά είσαι άπό τήν άληθινή μετάνοια μέ τίς εξομολογήσεις ποῦ κάνεις. Μοιάζεις περισσότερο μέ εκείνους ποῦ λέει ό Δαβίδ, ότι σκίζουν τά ροῦχα τους καί φαίνονται εξωτερικά, ότι στενοχωροῦνται, ένφ εσωτερικά στήν καρδιά τους δέν κατανῦσσονται: «Διεσχίσθησαν καί ου κατενῦγησαν» (Ψαλμ. 34,15)· άλλά καί όταν έξομολογήσαι ετσι, πλένεις μόνο τό εξωτερικό σκεῦος καί τήν επιφάνεια τής καρδιάς σου, ένφ τό εσωτερικό της βάθος είναι γεμάτο άπό άκαθαρσίες: «Καθάρισε πρώτα τό εσωτερικό τοῦ ποτηριού καί τοῦ πιάτου, γιά νά εχη άξία καί ή εξωτερική τους καθαρότητα» (Ματθ. 23 26).
Άς υπολογίσουμε όμως, ότι έσῦ, ποῦ δέν υπολογίζεις τήν άμαρτία, όταν τήν κάμνης, όταν όμως τήν έξομολογήσαι, τήν υπολογίζεις πολῦ καλά καί τή συγχαίνεσαι περισσότερο άπό κάθε άλλο κακό καί ότι λυπάσαι καί κατανῦσσεσαι μέ πόνο τής καρδιάς γι’ αυτήν όταν έξομολογήσαι (πράγμα ποῦ σπάνιο είναι νά συμβή)· όμως μόνο μέ αύτό δέν μπορείς νά άποκτήσης τήν άληθινή μετάνοια καί τόν άληθινό πόνο τής μετανοίας στήν καρδιά σου.
Καί γιά νά καταλάβης αύτό πρέπει νά σού φανερώσω ποιά είναι τά άληθινά άποτελέσματα καί οί καρποί τής άληθινής μετάνοιας καί έξομολογήσεως, γιά νά τά εχης σάν σημάδια γιά τόν έαυτό σου. Επειδή έσῦ νομίζεις, ότι αν έξομολογηθής στόν Πνευματικό μέ κατάνυξι τίς άμαρτίες ποῦ εκανες καί σού διαβάση ό Πνευματικός τήν συγχωρητική Ευχή, νομίζεις, λέω, ότι είσαι καθαρός, σάν νά μή εκανες καμμία άμαρτία ποτέ, καί δτι φεύγεις άπό τά πόδια τοῦ Πνευματικοῦ σάν νά μή μολῦνθηκες ποτέ. Άλλά ό λογισμός αύτός δέν είναι αληθινός. Γιατί δπως τό Βάπτισμα, μολονότι εξαλείφει τό προπατορικό καί κάθε άλλο αμάρτημα προαιρετικό, δέν εξαλείφει όμως τήν άγνοια τοῦ νοῦ καί τήν επιθυμία καί έμφυτη κλίσι τής καρδιάς στήν άμαρτία, καί τά άλλα άποτελέσματα ποῦ προξένησε στήν άνθρώπινη φῦσι αύτό τό προπατορικό άμάρτημα, διότι αύτά μένουν ώς ποινή καί μετά τό Βάπτισμα, γιά νά δοκιμάζεται τό αύτεξοῦσιο καί γιά νά άγωνίζωνται καί νά νικοῦν καί νά στεφανώνωνται μέ τόν αγώνα τους εκείνοι ποῦ έχουν βαπτισθή.
Читать дальше