Πάνω σ' αυτό το τοίχωμα υπήρχε ένα τεράστιος καμβάς από το σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης. …Και, δίπλα σ' αυτό το ντεκόρ, ένα τρίποδο…
Ανάμεσα σ' αυτό το σκηνικό κι αυτό το τρίποδο υπήρχε ίσα ίσα χώρος για ένα ανθρώπινο σώμα.
…Ένα σώμα, που μια μέρα βρήκαν κρεμασμένο… το σώμα του Ζοζέφ Μπικέ.
Ο Πέρσης, πάντα γονατισμένος, σταμάτησε. Αφουγκραζόταν.
Για μια στιγμή φάνηκε να διστάζει και κοίταξε τον Ραούλ' μετά, τα μάτια του στάφηκαν προς τα πάνω, προς το δεύτερο υπόγειο απ' όπου ερχόταν η αδύναμη ανταύγεια κάποιου φαναριού.
Προφανώς, το φως αυτό ενοχλούσε τον Πέρση.
Τέλος, κούνησε το κεφάλι και αποφάσισε.
Γλίστρησε ανάμεσα στο τρίποδο και το σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης.
Ο Ραούλ ήταν όρθιος.
Το ελεύθερο χέρι του Πέρση ψηλάφιζε το τοίχωμα. Ο Ραούλ, για μια στιγμή, τον είδε να σπρώχνει το τοίχωμα όπως παλιότερα είχε σπρώξει τον τοίχο στο καμαρίνι της Κριστίν… Και μια πέτρα υποχώρησε…
Τώρα, στο τοίχωμα υπήρχε μια τρύπα…
Ο Πέρσης έβγαλε το πιστόλι απ' την τσέπη του κι έκανε νόημα στον Ραούλ να τον μιμηθεί. Όπλισε τη σκανδάλη.
Αποφασιστικά, πάντα στα γόνατα, μπήκε στην τρύπα που σχημάτισε η πέτρα υποχωρώντας.
Ο Ραούλ, που ήθελε να περάσει πρώτος, αναγκάστηκε ν' αρκεστεί στο να τον ακολουθήσει.
Η τρύπα ήταν πάρα πολύ στενή. Ο Πέρσης σταμάτησε σχεδόν αμέσως. Ο Ραούλ τον άκουγε που ψηλάφιζε την πέτρα γύρω του. Μετά, έβγαλε ξανά το φανάρι του κι έσκυψε μπροστά, εξέτασε κάτι από κάτω του κι αμέσως έσβυσε το φανάρι. Ο Ραούλ τον άκουσε να του λέει:
«Θα χρειαστεί ν' αφεθούμε να κυλήσουμε μερικά μέτρα, χωρίς θόρυβο. Βγάλτε τα μποτίνια σας».
Ο Πέρσης ήδη έβγαλε τα δικά του. Έδωσε τα παπούτσια του στον Ραούλ.
«Αφήστε τα από την άλλη μεριά του τοίχου… Θα τα πάρουμε στην επιστροφή [9] Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πέρση, αυτά τα δυο ζευγάρια μποτίνια, που είχαν αφήσει, ήταν ακριβώς ανάμεσα στο τρίποδο και το σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης, στο σημείο που είχαν βρει κρεμασμένο, τον Ζοζέφ Μπικέ, και δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ, θα πρέπει να τα πήρε είτε κάποιος τεχνικός ή κάποιος «θυρωρός των πορτών».
».
Προχώρησε λίγο. Μετά — πάντα γονατισμένος — γύρισε εντελώς και βρέθηκε φάτσα με φάτσα με τον Ραούλ. Του είπε:
«Θα κρεμαστώ με τα χέρια μου από την άκρη της πέτρας και ύστερα θα αφεθώ να πέσω μέσα στο σπίτι του. Μετά, θα κάνετε κι εσείς ακριβώς το ίδιο. Μη φοβάστε: Θα σας πιάσω εγώ».
Ο Πέρσης έκανε όλ' αυτά που είχε πει. Από κάτω του ο Ραούλ άκουσε έναν υπόκωφο θόρυβο που προφανώς προκλήθηκε από το πέσιμο του Πέρση. Ο νέος άντρας φοβήθηκε μήπως αυτός ο θόρυβος προδώσει την παρουσία τους.
Πάντως, πολύ περισσότερο από το θόρυβο, η απουσία κάθε θορύβου ήταν αυτό που έκανε τον Ραούλ να νιώθει φριχτή αγωνία. Μα πώς ήταν δυνατόν! Σύμφωνα με τον Πέρση βρισκόντουσαν μέσα στους ίδιους τους τοίχους της κατοικίας της Λίμνης κι όμως, δεν άκουγαν τίποτα που να προδίδει την παρουσία της Κριστίν!… Ούτε μια φωνή! Ούτε ένα κάλεσμα σε βοήθεια!… Ούτε έναν αναστεναγμό!… Μεγαλοδύναμε Θεέ! Μήπως λοιπόν ήταν κιόλας πολύ αργά;…
Ακουμπώντας με τα γόνατά του στο τοίχωμα, αγκιστρωμένος με τα νευρικά του δάχτυλα στην πέτρα, ο Ραούλ, με τη σειρά του, αφέθηκε κι αυτός να πέσει.
Μόλις έπεσε, άκουσε κάποιον να 'ρχεται προς το μέρος του.
«Εγώ είμαι!» είπε ο Πέρσης, «ήσυχα!»
Έμειναν ακίνητοι κι αφουγκράστηκαν…
Ποτέ το σκοτάδι γύρω τους δεν ήταν τόσο βαθύ όσο τώρα… Ποτέ η σιωπή δεν ήταν τόσο βαθιά και τόσο απειλητική όσο τώρα…
Ο Ραούλ βύθιζε τα νύχια του στα χείλη του για να μην ουρλιάξει: «Κριστίν! Εγώ είμαι! Ήρθα… Απάντησε μου Κριστίν… για όνομα του Θεού… αν δεν είσαι νεκρή, Κριστίν, απάντησε μου!…»
Τελικά, ο Πέρσης ξανάναψε το φανάρι του. Φώτισε πάνω απ' τα κεφάλια τους, στο τοίχωμα, ψάχνοντας για την τρύπα απ' όπου είχαν περάσει και δεν μπορούσαν πια να ξαναβγούν…
«Ω!» είπε… «φαίνεται πως η πέτρα ξανάκλεισε μόνη της».
Η φωτεινή δέσμη του φαναριού κατέβηκε κατά μήκος του τοίχου, ως το δάπεδο.
Ο Πέρσης έσκυψε και μάζεψε κάτι, ένα είδος νήματος που εξέτασε για ένα δευτερόλεπτο και μετά πέταξε μακριά με φρίκη.
«Το νήμα του Πεντζάμπ!» μουρμούρισε.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Ραούλ.
«Αυτό», απάντησε ο Πέρσης ανατριχιάζοντας, «αυτό εδώ μπορεί κάλλιστα να είναι το σκοινί του κρεμασμένου, που μάταια τόσον καιρό αναζητούσαν!…»
Η αγωνία τον κατέλαβε ξανά. Βιαστικά, κατεύθυνε το φως του φαναριού πάνω στους τοίχους… Έτσι, φώτισε, πράγμα πολύ παράξενο, έναν κορμό δέντρου, που έμοιαζε ακόμη ολοζώντανος, μ' όλα του τα φύλλα… Τα κλαδιά αυτού του δέντρου υψώνονταν κατά μήκος του τοιχώματος και έφταναν μέχρι το ταβάνι.
Читать дальше