Αν ήμουν προληπτικός ή εύκολος στο παραμύθιασμα, θα είχα σίγουρα σκεφτεί πως έμπλεξα με κάποια σειρήνα που αποστολή της ήταν να ταράζει τον επιπόλαιο ταξιδιώτη που τόλμησε να διασχίσει τα νερά της κατοικίας της Λίμνης. Όμως, δόξα το Θεώ! Έρχομαι από μια χώρα όπου αγαπούν πολύ το φανταστικό κι έτσι γνωρίζω όλα του τα μυστικά. Άλλωστε, εγώ ο ίδιος το είχα μελετήσει ιδιαίτερα: με πολύ απλούς αλλά κατάλληλους χειρισμούς είναι πολύ εύκολο, σε κάποιον που ξέρει, να εξάψει την καημένη την ανθρώπινη φαντασία.
Δεν είχα λοιπόν καμιά αμφιβολία πως επρόκειτο για καινούργια εφεύρεση του Ερίκ. Όμως, γι' ακόμη μια φορά, αυτή η εφεύρεση ήταν τόσο τέλεια που, καθώς έσκυβα πάνω απ' τη μικρή μου βάρκα, μ' ενδιέφερε περισσότερο ν' απολαύσω τη γοητεία αυτής της απάτης παρά να την αποκαλύψω.
Έτσι έσκυβα… Ολοένα έσκυβα… έτοιμος ν' ανατραπώ…
Ξαφνικά, μέσα απ' τα νερά πρόβαλαν δυο τερατώδη μπράτσα που μ' άρπαξαν απ' το λαιμό, παρασύροντάς με στο βυθό με ακατανίκητη δύναμη. Ήμουν σίγουρα χαμένος, αν δεν προλάβαινα να ουρλιάξω κι έτσι να μ' αναγνωρίσει ο Ερίκ.
Γιατί βέβαια, αυτός που μ' είχε αρπάξει ήταν ο Ερίκ και αντί να με πνίξει, όπως σίγουρα είχε κατά νου, με μετέφερε κολυμπώντας στις όχθες της λίμνης.
«Είδες πόσο επιπόλαιος είσαι», μου είπε στέκοντας όρθιος μπροστά μου, στάζοντας ολόκληρος αυτό το κολασμένο νερό. «Γιατί προσπάθησες να μπεις στο σπίτι μου; Δε σε κάλεσα! Δε θέλω ούτε εσένα ούτε κανέναν άλλον! Μα, τελικά, μου έσωσες τη ζωή για να μου την κάνεις ανυπόφορη; Όσο κι αν ήταν σπουδαίο αυτό που έκανες για μένα, ίσως, τελικά, ο Ερίκ καταλήξει να το ξεχάσει και ξέρεις πως τίποτε δεν μπορεί να συγκρατήσει τον Ερίκ… ούτε ο ίδιος ο Ερίκ».
Μιλούσε, αλλά εγώ δεν είχα άλλο στο νου μου, από το να μάθω τι ήταν αυτό που ήδη είχα ονομάσει το κόλπο της Σειρήνας. Θέλησε να ικανοποιήσει την περιέργεια μου, γιατί ο Ερίκ που — είναι ένα πραγματικό τέρας — για μένα εξακολουθεί να είναι ένα αλαζονικό και υπεροπτικό παιδί που δεν αγαπά τίποτα περισσότερο από το να επιδεικνύει την πραγματικά θαυμαστή ιδιοφυία του πνεύματός του.
Έβαλε τα γέλια και μου έδειξε ένα καλάμι.
«Είναι σχεδόν απλοϊκό!» μου είπε, «όμως και πολύ βολικό για ν' αναπνέεις και να τραγουδάς μέσα στο νερό! Είναι ένα κόλπο που έμαθα στους πειρατές του Τονκίν, οι οποίοι μ' αυτόν τον τρόπο μπορούν να μένουν ώρες ολόκληρες κρυμμένοι στα βάθη των ποταμών [10] Μια διοικητική αναφορά, με προέλευση το Τονκίν, που έφτασε γύρω στα 1900 στο Παρίσι, διηγείται το πώς ο διάσημος αρχηγός της συμμορίας, Ντε Ταμ, όταν του επιτέθηκαν οι στρατιώτες μας, μπόρεσε να γλιτώσει, μαζί με όλους τους συντρόφους του χάρη σ' αυτά τα καλάμια.
».
Του μίλησα αυστηρά.
«Είναι ένα κόλπο που παραλίγο να με σκοτώσει!» είπα… «και ίσως για άλλους να υπήρξε μοιραίο!»
Δεν μου απάντησε, αλλά σηκώθηκε και στάθηκε μπρος μου παίρνοντας αυτό το παιδιάστικο, απειλητικό ύφος που ήξερα τόσο καλά.
Δεν άφησα να με «ρίξει» και του είπα αυστηρά:
«Ξέρεις τι μου υποσχέθηκες, Ερίκ! Όχι πια άλλα εγκλήματα!»
«Μα, είσαι σίγουρος πως έχω διαπράξει εγκλήματα;»
«Δυστυχισμένε!…» φώναξα… «Ξέχασες λοιπόν τις Ρόδινες Ώρες του Μαζεντεράν;»
«Ναι», απάντησε θλιμμένα… «προτιμώ να τις ξεχάσω… ωστόσο δεν μπορείς ν' αρνηθείς πως κατάφερα να κάνω τη μικρή σουλτάνα να γελάσει».
«Όλ' αυτά», δήλωσα, «είναι πια περασμένα… Όμως υπάρχει το παρόν… και κάτι μου χρωστάς απ' αυτό το παρόν, γιατί αν το ήθελα δε θα υπήρχε για σένα!… Μην το ξεχνάς ποτέ, Ερίκ: σου έχω σώσει τη ζωή!»
Εκμεταλλεύτηκα την τροπή που πήρε η συζήτηση για να του μιλήσω για κάτι που εδώ και αρκετό καιρό στριφογύριζε στο μυαλό μου.
«Ερίκ», του είπα… «Ερίκ ορκίσου μου…»
«Τι να ορκιστώ;…» είπε… «ξέρεις πολύ καλά πως δεν κρατώ τους όρκους μου. Οι όρκοι είναι φτιαγμένοι για να παγιδεύονται οι ηλίθιοι».
«Πες μου… Μπορείς τουλάχιστον να μου πεις αυτό, Ερίκ…»
«Τι;»
«Ο πολυέλαιος, Ερίκ; Ο πολυέλαιος;»
«Τι έγινε με τον πολυέλαιο;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω να πω…»
«Α! χα!» γέλασε σαρκαστικά… «ο πολυέλαιος… Θα σου πω λοιπόν… Δεν έφταιγα εγώ για τον πολυέλαιο… Αυτός ο πολυέλαιος είχε κιόλας φθαρεί…»
Όταν γελούσε, ο Ερίκ γινόταν ακόμα πιο φρικιαστικός… Πήδηξε στη βάρκα, γελώντας τόσο αλλόκοτα που μ' έπιασε τρεμούλα.
«Ήταν φθαρμένος, αγαπητέ μου νταρόγκα [11] Νταρόγκα, στην Περσία, λέγεται ο γενικός διευθυντής της κυβερνητικής αστυνομίας.
, πολύ φθαρμένος… Ο πολυέλαιος έπεσε από μόνος του… Έκανε μπουμ! Και τώρα, νταρόγκα, μια συμβουλή. Πήγαινε να στεγνώσεις αν δε θες ν' αρπάξεις κανένα συνάχι!… και μην ξανανέβεις στη βάρκα μου… και, κυρίως, ποτέ, μα ποτέ, μην προσπαθήσεις να μπεις στο σπίτι μου… δεν είμαι πάντα εκεί, νταρόγκα, και πίστεψέ με θα με λυπούσε αφάντοιστα ν' αναγκαστώ να σου αφιερώσω τη νεκρώσιμη ακολουθία μου!»
Читать дальше