Προς μεγάλη μου έκπληξη, τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς μου τα 'χε πει. Η Κριστίν Ντααέ βγήκε από το σπίτι της Λίμνης και ξαναγύρισε σ' αυτό πολλές φορές δίχως, απ' ό,τι φαινόταν τουλάχιστον, να την υποχρεώνει κανείς. Αποφάσισα να μην απασχολώ άλλο το μυαλό μου μ' αυτό το ερωτικό μυστήριο αλλά, δεν τα κατάφερνα να μη σκέφτομαι οτιδήποτε είχε σχέση με τον Ερίκ. Εν πάση περιπτώσει, τελικά, παίρνοντας απόφαση να μη φερθώ επιπόλαια δεν επιχείρησα ξανά να πάω στις όχθες της λίμνης, ούτε να πάρω το δρόμο των κομμουνάρων. Όμως, η ιδέα ενός άλλου περάσματος από το τρίτο υπόγειο με καταδίωκε κι έτσι πήγα πολλές φορές σ' αυτό το μέρος που τις πιο πολλές ώρες της μέρας είναι έρημο. Περνούσα ατέλειωτες ώρες εκεί στριφογυρνώντας τα δάχτυλά μου, κρυμμένος πίσω από ένα σκηνικό του Βασιλιά της Λαχόρης, που και γω δεν ξέρω για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί, αφού το Βασιλιά της Λαχόρης τον έπαιζαν εξαιρετικά σπάνια. Τόση υπομονή δεν μπορούσε παρά ν' ανταμειφθεί. Μια μέρα, είδα να 'ρχεται προς το μέρος μου, γονατιστό το τέρας. Ήμουν σίγουρος πως δεν μπορούσε να με δει. Πέρασε ανάμεσα στο σκηνικό που βρισκόταν εκεί και ένα τρίποδο, προχώρησε ως το τοίχωμα, κάτι έκανε, σ' ένα σημείο που μπόρεσα να εντοπίσω, και μια πέτρα μετακινήθηκε ανοίγοντας ένα πέρασμα. Το τέρας εξαφανίστηκε μέσα σ' αυτό το πέρασμα και η πέτρα ξανάκλεισε πίσω του. Τώρα, ήξερα το μυστικό του τέρατος· ένα μυστικό που όποτε το θελήσω θα με οδηγήσει στην κατοικία της Λίμνης.
Για να σιγουρευτώ, περίμενα στην ίδια θέση τουλάχιστον για μισή ώρα ακόμη. Έπειτα, πήγα και γω με τη σειρά μου να «πειράξω» εκείνο το μέρος του τοίχου. Όλα συνέβησαν όπως και με τον Ερίκ. Ωστόσο, δεν τόλμησα να μπω στην τρύπα, όσο ήξερα πως ο Ερίκ ήταν σπίτι του. Από την άλλη, η ιδέα πως από στιγμή σε στιγμή ο Ερίκ θα μπορούσε να με βρει εκεί, μου 'φερε ξαφνικά στο νου το θάνατο του Ζοζέφ Μπικέ και καθώς δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να βάλω σε κίνδυνο μια τέτοια ανακάλυψη που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη σε πολλά μέλη της ανθρώπινης φυλής, εγκατάλειψα τα υπόγεια της Όπερας, αφού ξανάβαλα πολύ προσεχτικά την πέτρα στη θέση της, ακολουθώντας ένα σύστημα που είναι τόσο παλιό όσο και η Περσία.
Καταλαβαίνετε βέβαια, πως το ενδιαφέρον μου για την ιστορία του Ερίκ και της Κριστίν Ντααέ εξακολουθούσε να είναι μεγάλο, κι αυτό, όχι γιατί με διακατείχε κάποια νοσηρή περιέργεια, αλλά γιατί ανησυχούσα. Σκεφτόμουν πως αν ποτέ ο Ερίκ ανακαλύψει ότι η Κριστίν δεν τον αγαπά γι' αυτό που είναι, τότε μπορούμε να περιμένουμε τα πάντα. Στη διάρκεια των προσεχτικών μου περιπλανήσεων στην Όπερα, δεν άργησα να μάθω την αλήθεια για το θλιβερό έρωτα του τέρατος. Κυριαρχούσε στο πνεύμα της Κριστίν μέσα απ' τον τρόμο. Κυριαρχούσε στο πνεύμα της Κριστίν, η καρδιά όμως αυτού του τρυφερού παιδιού ανήκε ολοκληρωτικά στον υποκόμη Ραούλ ντε Σανιύ. Ενώ οι δυο τους έπαιζαν αθώα τους αρραβωνιασμένους, στους πάνω ορόφους της Όπερας — ακριβώς για ν' αποφύγουν το τέρας — δεν έπαυαν ν' ανησυχούν πως κάποιος τους παρακολουθούσε. Ήμουν αποφασισμένος να σκοτώσω το τέρας, αν χρειαζόταν, και στη συνέχεια να πάω να παραδοθώ στην αστυνομία και να τα πω όλα. Όμως, ο Ερίκ δεν έδινε σημεία ζωής — πράγμα που δε σήμαινε πως εγώ είχα πάψει ν' ανησυχώ.
Πρέπει να σας εκθέσω όλον το συλλογισμό μου. Νόμισα πως το τέρας, εξαιτίας της ζήλειας του, είχε εγκαταλείψει την κατοικία του κι έτσι θεώρησα πως χωρίς κίνδυνο μπορούσα να μπω στο σπίτι της Λίμνης από το πέρασμα του τρίτου υπογείου. Πραγματικά, υπήρχαν πολλοί και σημαντικοί λόγοι για να με κάνουν να πάω να μάθω τι ακριβώς συνέβαινε εκεί μέσα! Μια μέρα, κουρασμένος πια να περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία, πήγα και πασπάτεψα την πέτρα. Αμέσως άκουσα μια υπέροχη μουσική. Ήταν το τέρας που δούλευε, μ' όλες τις πόρτες ανοιχτές, τον Θριαμβεύοντα Δον Ζουάν του. Ήξερα πως αυτό ήταν το έργο της ζωής του. Δεν τολμούσα να κάνω την παραμικρή κίνηση· καθόμουν ακίνητος στη σκοτεινή μου τρύπα… Σε μια στιγμή, σταμάτησε να παίζει κι άρχισε να περπατά σαν τρελός πέρα δώθε μέσ' στο σπίτι του. Έλεγε μονολογώντας με δυνατή φωνή: «Πρέπει όλ' αυτά να τελειώσουν πριν! Να τελειώσουν για τα καλά! μια και καλή!». Αυτά τα λόγια, κάθε άλλο παρά με καθησύχασαν και καθώς η μουσική ξανάρχιζε έκλεισα σιγά σιγά την πέτρα. Όμως, παρόλο που η πέτρα ήταν κλειστή εξακολουθούσα ν' ακούω συγκεχυμένα ένα τραγούδι, πολύ μακρινό, λες κι ανέβαινε από τα έγκατα της γης, που μου 'φέρνε στο νου το τραγούδι της σειρήνας που αναδυόταν από τα βάθη των νερών της λίμνης. Θυμήθηκα τότε αυτά που είχαν πει μερικοί εργάτες μετά το θάνατο του Ζοζέφ Μπικέ και που είχαν προκαλέσει ειρωνικά χαμόγελα; «Γύρω από το σώμα του κρεμασμένου ακουγόταν ένας ήχος που έμοιαζε με το τραγούδι των νεκρών».
Читать дальше