«Αυτός;… Αν δεν έρθει από πίσω θα δούμε τα χρυσαφένια μάτια του!… Α, έχουμε αυτό το πλεονέκτημα της νύχτας. Όμως, μπορεί και να 'ρθει από πίσω μας… περπατώντας σαν αγρίμι… κι είμαστε χαμένοι αν δεν έχουμε τα χέρια μας έτοιμα πάντα να πυροβολήσουν, στο ύψος του ματιού, μπροστά!»
Ο Πέρσης, δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει για μια ακόμη φορά τη «ντιρεχτίβα» του, όταν μπρος στα μάτια των δύο αντρών εμφανίστηκε μια φανταστική μορφή.
…Μια μορφή πούταν ολόκληρη… ένα πρόσωπο… όχι μόνο δυο χρυσαφένια μάτια… αλλά ένα φλογισμένο πρόσωπο… μια φλεγόμενη μορφή!
Ναι, μια φλεγόμενη μορφή που προχωρούσε σε ανθρώπινο ύψος, αλλά δίχως σώμα!
Αυτή η μορφή ήταν φωτιά.
Έλαμπε, έμοιαζε μέσα στη νύχτα, σαν μια φλόγα με ανθρώπινη μορφή.
«Ω!» έκανε ο Πέρσης μέσα απ' τα δόντια του, «είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω!… Ο πυροσβέστης, λοιπόν, δεν ήταν τρελός! Στ' αλήθεια την είχε δει!… Μα τι είναι αυτή η φλόγα; Δεν είναι αυτός! Όμως δεν αποκλείεται να είναι αυτός που μας τη στέλνει!… Προσοχή!… Προσοχή!… Το χέρι σας πάντα στο ύψος του ματιού! Για όνομα του Θεού!… στο ύψος του ματιού!»
Η φλεγόμενη μορφή, που λες κι έβγαινε απ' την κόλαση, αυτή η δαιμονική φιγούρα, εξακολουθούσε πάντα να προχωρά σε ανθρώπινο ύψος, ασώματη, μπρος στα έκπληκτα μάτια των δυο αντρών…
«Ίσως να μας στέλνει αυτή τη μορφή από μπροστά για να μας αιφνιδιάσει από πίσω… ή απ' τα πλάγια… ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις! Γνωρίζω πολλά από τα κόλπα του… αυτό εδώ όμως! Αυτό εδώ!… Δεν το 'χω μάθει ακόμη!… Ας φύγουμε από δω!… Προληπτικά!… καλύτερα, για κάθε ενδεχόμενο, ας πάρουμε τα μέτρα μας! Το χέρι στο ύψος του ματιού!»
Και μ' αυτά τα λόγια, το 'βαλαν στα πόδια προς το βάθος του μεγάλου υπόγειου διαδρόμου που απλωνόταν μπροστά τους.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα τρεχαλητού, που τους φάνηκε πως κράτησε αιώνες, σταμάτησαν.
«Ωστόσο», λέει ο Πέρσης, «σπάνια έρχεται από δω! Αυτή η πλευρά δεν τον αφορά!… Δεν οδηγεί ούτε στη λίμνη ούτε στην κατοικία της λίμνης!… Όμως, ίσως ξέρει πως βρισκόμαστε στο κατόπι του!… Αν και του έχω υποσχεθεί πως θα τον αφήσω ήσυχο και πως δε θα ασχοληθώ άλλο με τις υποθέσεις του».
Καθώς μιλούσε, γύρισε το κεφάλι του και ο Ραούλ το ίδιο.
Είδαν πως η πύρινη κεφαλή εξακολουθούσε να βρίσκεται πίσω τους. Τους ακολουθούσε… Πρέπει να 'τρεξε κι αυτή κι απ' ό,τι φαίνεται, πιο γρήγορα από κείνους, γιατί τώρα έμοιαζε να βρίσκεται πολύ πιο κοντά τους.
Την ίδια στιγμή, άρχισαν ν' ακούν έναν ήχο, έναν ακαθόριστο ήχο που τους ήταν αδύνατον να καταλάβουν από πού προερχόταν. Απλά συνειδητοποιούσαν πως αυτός ο θόρυβος έμοιαζε να μετακινείται και να πλησιάζει μαζί με τη φλεγόμενη μορφή. Ήταν κάτι σαν τρίξιμο, λες και χιλιάδες νύχια γλιστρούσαν σ' ένα μαυροπίνακα. Ήταν ένας τρομακτικά ανυπόφορος ήχος, σαν κι αυτόν που δημιουργείται όταν η κιμωλία που πιέζεται πάνω στον πίνακα, περιέχει σκληρά πετρώματα.
Υποχωρούσαν συνεχώς, όμως η πύρινη κεφαλή εξακολουθούσε να προχωρά πλησιάζοντάς τους ολοένα και περισσότερο. Τώρα, μπορούσαν να ξεχωρίσουν τα χαραχτηριστικά της. Τα μάτια ήταν ολοστρόγγυλα και ακίνητα, η μύτη κάπως λοξή και το στόμα μεγάλο, με το κάτω χείλι σε σχήμα ημικύκλιου να κρέμεται. Κάτι σαν τα μάτια, τη μύτη και το χείλι του φεγγαριού, τον καιρό που το φεγγάρι είναι κατακόκκινο σαν αίμα.
Πώς αυτή η κόκκινη σελήνη γλιστρούσε μέσ' στα σκοτάδια σε ανθρώπινο ύψος δίχως να στηρίζεται πουθενά, δίχως σώμα, που έστω να φαίνεται πως τη στηρίζει; Και πώς πήγαινε τόσο γρήγορα, ολόισια, με τα μάτια της ακίνητα, λες καρφωμένα; Κι όλος αυτός ο θόρυβος, αυτό το τρίξιμο, αυτός ο στριγγός ήχος που έσερνε μαζί της, από πού ερχόταν;
Κάποια στιγμή, ο Πέρσης και ο Ραούλ σταμάτησαν να υποχωρούν, επειδή πλέον δεν είχαν πού και κόλλησαν, έγιναν ένα με τον τοίχο, μη ξέροντας τι έμελλε να τους συμβεί εξαιτίας αυτής της ακατανόητης πύρινης φιγούρας και πάνω απ' όλα, εξαιτίας του θορύβου που γινόταν τώρα πιο δυνατός, περισσότερο υπόκωφος, πιο ζωηρός, «πολυάριθμος», γιατί σίγουρα αυτός ο θόρυβος σχηματιζόταν από εκατοντάδες άλλους μικρούς ήχους που μετακινιόντουσαν στο σκοτάδι, κάτω από την πύρινη κεφαλή.
Προχωρά, η πύρινη κεφαλή… νάτην! μαζί με το θόρυβο της!… νάτην δίπλα τους!…
Οι δυο σύντροφοι, που 'χαν γίνει ένα με τον τοίχο, νιώθουν τις τρίχες της κεφαλής τους να σηκώνονται απ' τη φρίκη, επειδή, τώρα πια, ξέρουν από πού έρχονται οι χίλιοι θόρυβοι. Έρχονται όλοι μαζί, κοπαδιαστά, τυλιγμένοι στο σκοτάδι, κατά αμέτρητα βιαστικά μικρά κύματα, πιο γοργά από τα κύματα που πηγαινοέρχονται στην άμμο, καθώς η παλίρροια ανεβαίνει, πιο γοργά από τα μικρά κύματα της νύχτας που. αφρίζουν κάτω απ' το φεγγάρι, κάτω από την πύρινη φεγγαροκεφαλή.
Читать дальше