Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ είχαν ήδη παραδώσει στους κυρίους Αρμάν Μονσαρμέν και Φερμέν Ρισάρ τα δυο μικροσκοπικά κλειδιά τα πασπαρτού που άνοιγαν όλες τις πόρτες της εθνικής Ακαδημίας της μουσικής… και ήταν χιλιάδες αυτές οι πόρτες. Ενώ αυτά τα μικρά κλειδιά, αντικείμενα της γενικής περιέργειας, άλλαζαν χέρια, η προσοχή μερικών στράφηκε στην άκρη του τραπεζιού όπου καθόταν αυτή η παράξενη, πελιδνή, φανταστική μορφή, με τα βαθουλωμένα μάτια, που είχε εμφανιστεί και πρωτύτερα στο φουαγιέ του χορού και που η μικρή Τζέημς είχε χαιρετήσει φωνάζοντας, «Το φάντασμα της Όπερας!» Ήταν εκεί, λες κι η παρουσία του σ' αυτήν την τελετή ήταν το φυσικότερο πράγμα στον κόσμο. Μόνο που δεν έτρωγε ούτε έπινε.
Όσοι είχαν αρχίσει να την κοιτάζουν χαμογελώντας, στο τέλος γύρισαν αλλού το πρόσωπό τους, γιατί αυτή η μορφή προκαλούσε τις πιο πένθιμες σκέψεις. Κανείς δεν τόλμησε να επαναλάβει τα αστειάκια του φουαγιέ, κανείς δεν τόλμησε να φωνάξει: «Να, το φάντασμα της Όπερας!»
Δεν είχε πει ούτε μια λέξη κι ακόμη κι αυτοί που βρίσκονταν δίπλα του, δεν ήταν σε θέση να πουν πότε ακριβώς ήρθε και κάθησε στο τραπέζι. Όμως, όλοι τους σκέφτηκαν πως, αν καμιά φορά οι νεκροί ερχόντουσαν να κάτσουν στο τραπέζι των ζωντανών, σίγουρα τα πρόσωπά τους δε θα ήταν περισσότερο μακάβρια από τούτο δω. Οι φίλοι των κυρίων Φερμέν Ρισάρ και Αρμάν Μονσαρμέν σκέφτηκαν πως αυτός ο εξαϋλωμένος συνδαιτημόνας ήταν γνωστός των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ, ενώ οι φίλοι των κυρίων Ντεμπιέν και Πολινιύ σκέφτηκαν πως αυτό το πτώμα ανήκε στην πελατεία των κυρίων Ρισάρ και Μονσαρμέν. Έτσι, δεν υπήρχε κίνδυνος κάποια ερώτηση, κάποια δυσάρεστη σκέψη ή κάποιο κακόγουστο αστείο να προσβάλλει αυτόν το φιλοξενούμενο από το υπερπέραν. Μερικοί από τους συνδαιτημόνες, που γνώριζαν το θρύλο για το φάντασμα της Όπερας καθώς και την περιγραφή του από τον τεχνικό — δε γνώριζαν ακόμη το θάνατο του Ζοζέφ Μπικέ — έβρισκαν πως αυτός ο άντρας της άκρης του τραπεζιού θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ως η τέλεια ενσάρκωση αυτού του πλάσματος που, κατά τη γνώμη τους, είχε δημιουργηθεί από την αδιόρθωτη δεισιδαιμονία του προσωπικού της Όπερας. Άλλωστε, σύμφωνα με το θρύλο, το φάντασμα δεν είχε μύτη, ενώ τούτος δω ο παράξενος συνδαιτημόνας είχε. Ωστόσο, ο κύριος Μονσαρμέν, στα απομνημονεύματά του, μας διαβεβαιώνει πως η μύτη του συνδαιτημόνα του ήταν διάφανη. «Η μύτη του», λέει, «ήταν μακριά, λεπτή και διάφανη» και 'γω θα πρόσθετα πως κάλλιστα θα μπορούσε να ήταν μια ψεύτικη μύτη. Ο κύριος Μονσαρμέν, ενδεχομένως να πέρασε για διάφανο κάτι που δεν ήταν παρά γυαλιστερό. Όλος ο κόσμος ξέρει πως η επιστήμη κατασκευάζει θαυμάσιες ψεύτικες μύτες γι' αυτούς που δεν έχουν, είτε γιατί έτσι γεννήθηκαν είτε γιατί υπέστησαν κάποια εγχείρηση. Μήπως, στην πραγματικότητα, εκείνο το βράδυ το φάντασμα παραβρέθηκε στο δείπνο των διευθυντών απρόσκλητο; Κι από την άλλη, πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως αυτή η μορφή ήταν στ' αλήθεια το φάντασμα της Όπερας; Ποιος θα τολμούσε να επιβεβαιώσει κάτι τέτοιο; Το ότι αναφέρω αυτό το περιστατικό, καθόλου δε σημαίνει πως θέλω να κάνω τον αναγνώστη να πιστέψει ότι το φάντασμα ήταν ικανό για μια τέτοια θρασύτατη πράξη· το αναφέρω απλά, γιατί, τελικά, δεν είναι και τόσο απίθανο…
Και να, κάτι που εξηγεί την παρουσία του φαντάσματος. Ο κύριος Αρμάν Μονσαρμέν, στα απομνημονεύματά του πάντα, γράφει επί λέξη τα εξής: — κεφάλαιο XI: «Όταν φέρνω στο νου μου αυτήν την πρώτη βραδιά, δεν μπορώ να μη συνδυάσω εκείνο που μας εξομολογήθηκαν στο γραφείο τους οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ με την παρουσία αυτού του φανταστικού πλάσματος που κανείς μας δε γνώριζε».
Να, τι ακριβώς συνέβη:
Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ, καθισμένοι στη μέση του τραπεζιού δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί τον άνθρωπο με το νεκρικό κεφάλι όταν αυτός, εντελώς ξαφνικά, άρχισε να μιλάει:
«Οι μπαλαρίνες έχουν δίκιο», είπε. «Ο θάνατος αυτού του δυστυχισμένου του Μπικέ δεν είναι καθόλου φυσιολογικός όπως νομίζετε».
Οι Ντεμπιέν και Πολινιύ αναπήδησαν.
«Ο Μπικέ είναι νεκρός;» φώναξαν.
«Ναι», απάντησε ήρεμα ο άνθρωπος αυτός, ή μάλλον αυτή η ανθρώπινη σκιά… «Βρέθηκε κρεμασμένος απόψε το βράδυ, στο τρίτο υπόγειο, ανάμεσα στα σκηνικά του Βασιλιά της Λαχόρης».
Οι δυο διευθυντές, ή σωστότερα οι δυο πρώην διευθυντές, σηκώθηκαν αμέσως όρθιοι και παραξενεμένοι κοίταξαν επίμονα το συνομιλητή τους. Είχαν ταραχτεί περισσότερο απ' το φυσιολογικό, δηλαδή, περισσότερο απ' όσο δικαιολογούσε η αναγγελία του απαγχονισμού ενός τεχνικού. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Είχαν γίνει κάτωχροι. Ο Ντεμπιέν έκανε νόημα στους κυρίους Ρισάρ και Μονσαρμέν: ο Πολινιύ ψιθύρισε κάποια δικαιολογία και μετά οι τέσσερις τους πέρασαν στο γραφείο της διοίκησης. Δίνω το λόγο στον κύριο Μονσαρμέν:
Читать дальше