«Οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ ήταν πολύ ταραγμένοι», διηγείται στα απομνημονεύματα του, «και μας φάνηκε πως είχαν κάτι πολύ σημαντικό κι ενοχλητικό γι' αυτούς να μας πουν. Κατ' αρχήν μας ρώτησαν αν γνωρίζαμε αυτό το πρόσωπο που καθόταν στην άκρη του τραπεζιού και που μας μίλησε για το θάνατο του Ζοζέφ Μπικέ. Μετά την αρνητική μας απάντηση ταράχτηκαν ακόμη περισσότερο. Μας πήραν τα πασπαρτού από το χέρια, τα κοίταξαν για λίγο, κούνησαν το κεφάλι και μετά μας συμβούλεψαν να κάνουμε, με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα, καινούργιες κλειδαριές για τα διαμερίσματα, τα γραφεία και τα αντικείμενα που επιθυμούσαμε να είναι ερμητικά κλεισμένα. Είχαν ένα τόσο αστείο ύφος την ώρα που τα 'λεγαν αυτά, που βάλαμε τα γέλια και τους ρωτήσαμε αν υπάρχουν κλέφτες στην Όπερα. Μας απάντησαν πως υπάρχει κάτι χειρότερο απ' τους κλέφτες: υπάρχει το φάντασμα. Ξαναβάλαμε τα γέλια, σίγουροι πως επρόκειτο για κάποιο αστείο που επιστέγαζε αυτή τη φιλική βραδιά. Μετά, πιεσμένοι από τα παρακάλια τους, ξαναπήραμε το σοβαρό μας ύφος και για να τους κάνουμε το χατήρι αποφασίσαμε να συμμετέχουμε στο παιχνίδι τους. Μας είπαν πως δεν επρόκειτο να μας μιλήσουν για το φάντασμα, αν το ίδιο το φάντασμα δεν τους είχε αναγκάσει να μας πουν να 'μαστε ευγενικοί μαζί του και να του δώσουμε ό,τι ζητήσει. Από την άλλη, όντας πολύ ευχαριστημένοι που εγκατέλειπαν αυτόν το χώρο όπου βασίλευε μια τόσο τυραννική μορφή, δίσταζαν μέχρι την τελευταία στιγμή να μας μιλήσουν γι' αυτήν την τόσο αλλόκοτη περιπέτεια, για την οποία ήταν βέβαιοι πως το σκεπτικιστικό μας πνεύμα ήταν ολωσδιόλου απροετοίμαστο. Η αναγγελία όμως του θανάτου του Ζοζέφ Μπικέ τους ανάγκασε να θυμηθούν πως κάθε φορά που δεν υπάκουαν στις επιθυμίες του φαντάσματος κάποιο αλλόκοτο κι ολέθριο συμβάν τους έκανε να συνειδητοποιούν την εξάρτησή τους από το φάντασμα.
Σ' όλη τη διάρκεια αυτής της απροσδόκητης συζήτησης, που έγινε με ύφος μιας μυστικής και σημαντικής εξομολόγησης, κοιτούσα τον Ρισάρ. Ο Ρισάρ, όταν ήταν φοιτητής, είχε τη φήμη του φαρσέρ, πράγμα που σημαίνει πως δεν αγνοούσε κανέναν απολύτως από τους χίλιους και έναν τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να κοροϊδέψει τους άλλους. Κάτι ξέρουν πάνω σ' αυτό οι θυρωροί του μπουλβάρ Σεν Μισέλ. Έτσι, έμοιαζε κυριολεκτικά ν' απολαμβάνει το πιάτο που κάποιος άλλος τώρα του σερβίριζε. Δεν έχανε ούτε μια μπουκιά απ' αυτό το εξαίσιο καρύκευμα, που, ωστόσο, ο θάνατος του Μπικέ το έκανε κάπως μακάβριο. Κουνούσε το κεφάλι με θλίψη και η όψη του, σε πλήρη συμφωνία με τα λόγια των άλλων, έγινε θλιβερή· όψη ανθρώπου που λυπόταν αφάνταστα μ' αυτήν τη δουλειά στην Όπερα, τώρα που μάθαινε πως τη στοίχειωνε ένα φάντασμα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα καλύτερο από το να μιμηθώ δουλικά το απελπισμένο του ύφος. Πάντως, παρά τις προσπάθειες που καταβάλαμε, τελικά δεν μπορέσαμε ν' αποφύγουμε τον καγχασμό μπροστά στους κυρίους Ντεμπιέν και Πολινιύ που, βλέποντάς μας να περνάμε από την πιο στενάχωρη πνευματική κατάσταση στην πιο ξένοιαστη ευθυμία, μας κοίταξαν σαν να 'μασταν τρελοί.
Η φάρσα παρατράβηξε. Ο Ρισάρ ρώτησε μισοαστεία μισοσοβαρά: «Μα, επιτέλους, τι θέλει αυτό το φάντασμα;»
Ο κύριος Πολινιύ προχώρησε προς το γραφείο του και επέστρεψε κρατώντας ένα αντίγραφο του καταστατικού της Όπερας. Το καταστατικό αρχίζει με τα παρακάτω λόγια:
«Η διεύθυνση της Όπερας υποχρεούται να δώσει στις παραστάσεις της εθνικής Ακαδημίας μουσικής τη λαμπρότητα που αρμόζει στην πρώτη λυρική γαλλική σκηνή» και τελειώνει με το άρθρο 98, διατυπωμένο ως εξής:
«Το παρόν προνόμιο μπορεί ν' αφαιρεθεί στις περιπτώσεις που:
1ο: Ο διευθυντής παραβεί τις υποχρεώσεις που έχουν συμφωνηθεί και καταγραφεί στο παρόν καταστατικό».
Ακολουθούν οι διατάξεις των υποχρεώσεων.
Αυτό το αντίγραφο, γράφει ο κύριος Μονσαρμέν, ήταν γραμμένο με μαύρο μελάνι και σε απόλυτη συμφωνία με εκείνο που είχαμε και μεις.
Όμως, στο τέλος του αντίγραφου που μας έδειχνε ο κύριος Πολινιύ, υπήρχε μια παράγραφος, γραμμένη με κόκκινο μελάνι, μ' ένα γραφικό χαραχτηρα παράξενο και ταραγμένο, λες και κάποιος είχε γράψει με την άκρη ενός σπίρτου. Έμοιαζε με γραφή παιδιού, που ακόμη δεν είχε μάθει να ενώνει τα γράμματα. Αυτή η παράγραφος που προέκτεινε μ' έναν τόσο περίεργο τρόπο το άρθρο 98, έλεγε κατά λέξη:
5ο: Αν ο διευθυντής καθυστερήσει πάνω από δεκαπέντε μέρες να δώσει το μισθό που οφείλει στο Φάντασμα της Όπερας, μισθό που μέχρι νεότερη διαταγή ορίζεται στο ποσόν των 20.000 φράγκων, δηλαδή 240.000 φράγκα το χρόνο.
Читать дальше