Έτσι, ο γιατρός και ο ερωτευμένος βρέθηκαν ταυτόχρονα στο πλάι της Κριστίν που, αφού δέχτηκε τις πρώτες βοήθειες απ' τον έναν, άνοιξε τα μάτια της στην αγκαλιά του άλλου. Ο κόμης, μαζί με πολλούς άλλους, είχε μείνει στο κατώφλι της πόρτας, όπου δεν μπορούσες ν' ανασάνεις.
«Δε νομίζετε, γιατρέ, πως αυτοί οι κύριοι θα 'πρεπε κάπως να ελευθερώσουν το χώρο;», είπε ο Ραούλ με ανήκουστο θράσος. «Δεν μπορεί κανείς ν' αναπνεύσει εδώ μέσα».
«Μα ναι, έχετε απόλυτο δίκιο», συμφώνησε ο γιατρός κι έβγαλε όλον τον κόσμο έξω, εκτός απ' τον Ραούλ και την καμαριέρα.
Αυτή, απόμεινε να κοιτάζει τον Ραούλ κατάπληκτη. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ.
Ωστόσο, δεν τόλμησε να του πει τίποτα.
Όσο για το γιατρό, φαντάστηκε πως για να συμπεριφέρεται ο νεαρός έτσι, θα πρέπει προφανώς να είχε αυτό το δικαίωμα. Τόσο πολύ μάλιστα, που ο υποκόμης έμεινε μέσ' στο καμαρίνι, παρακολουθώντας με προσοχή την Ντααέ που επέστρεφε στη ζωή, ενώ οι δυο διευθυντές, οι κύριοι Ντεμπιέν και Πολινιύ, που είχαν έρθει για να εκφράσουν το θαυμασμό τους στην υπάλληλο τους, είχαν απωθηθεί στο διάδρομο μαζί με τα μαύρα κοστούμια. Ο κόμης ντε Σανιύ, παραμερισμένος κι αυτός στο διάδρομο μαζί με τους υπόλοιπους γέλαγε τρανταχτά.
«Α, τον πονηρό!». Α, τον παμπόνηρο!».
Και την ίδια στιγμή πρόσθετε. «Μην εμπιστεύεστε αυτούς τους ντροπαλούς νεαρούς που μοιάζουν με κοριτσόπουλα!».
Έλαμπε ολόκληρος. Κατάληξε: «Είναι ένας πραγματικός Σανιύ!», και κατευθύνθηκε προς το καμαρίνι της Σορέλι. Όμως, αυτή κατέβαινε κιόλας στο φουαγιέ, με τη μικρή της ακολουθία να τρέμει απ' το φόβο, κι όπως είπαμε και προηγούμενα, ο κόμης τη συνάντησε στο δρόμο.
Μέσα στο καμαρίνι, η Κριστίν Ντααέ, άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό στον οποίο της απάντησε ένας λυγμός. Γύρισε το κεφάλι, είδε τον Ραούλ και σκίρτησε. Κοίταξε το γιατρό, του χαμογέλασε, μετά κοίταξε την καμαριέρα της και τέλος ξανά τον Ραούλ.
«Κύριε!» τον ρώτησε, με ξεψυχισμένη φωνή… «ποιος είστε;».
«Δεσποινίς», απάντησε ο νεαρός άντρας, καθώς γονάτισε και φίλησε απαλά το χέρι της ντίβας, «δεσποινίς, είμαι το μικρό παιδάκι που είχε πάει να μαζέψει την εσάρπα σας από τη θάλασσα».
Η Κριστίν κοίταξε άλλη μια φορά το γιατρό και την καμαριέρα κι ύστερα βάλανε και οι τρεις τους τα γέλια.
Ο Ραούλ σηκώθηκε κατακόκκινος.
«Δεσποινίς, αφού προτιμάτε να μη με θυμηθείτε, θα ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως, να σας πω κάτι πολύ σημαντικό».
«Μόλις νιώσω καλύτερα κύριε, συμφωνείτε;…» είπε με τρεμάμενη φωνή. «Είσαστε πολύ ευγενικός…».
«Όμως, τώρα πρέπει να πηγαίνετε…», πρόσθεσε ο γιατρός παίρνοντας το γλυκύτερο του χαμόγελο. «Αφήστε με να περιποιηθώ τη δεσποινίδα».
«Δεν είμαι άρρωστη», είπε ξαφνικά η Κριστίν με μια παράξενη κι αναπάντεχη ενεργητικότητα.
Σηκώθηκε, περνώντας γρήγορα το χέρι της πάνω απ' τα βλέφαρά της.
«Γιατρέ, σας ευχαριστώ πάρα πολύ!… Όμως τώρα θέλω να μείνω μόνη… πηγαίνετε σας παρακαλώ… Αφήστε με… είμαι πολύ νευρική απόψε…».
Ο γιατρός ήταν έτοιμος να φέρει αντιρρήσεις, βλέ ποντας όμως την ταραχή της νέας γυναίκας σκέφτηκε πως το καλύτερο γιατρικό για την κατάστασή της ήταν ακριβώς το να μην της φέρει καμιά αντίρρηση. Έτσι, μαζί με τον εξουθενωμένο Ραούλ, βγήκε στο διάδρομο.
«Δεν την αναγνωρίζω απόψε… συνήθως είναι τόσο γλυκιά…», είπε ο γιατρός κι έφυγε.
Ο Ραούλ έμεινε μόνος. Τώρα, όλα είχαν ερημώσει. Ο κόσμος είχε πάει στην τελετή του αποχαιρετισμού, στο φουαγιέ του χορού. Ο Ραούλ σκέφτηκε πως ίσως η Ντααέ να πήγαινε κι αυτή εκεί κι έτσι μπορεί να εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή. Έμεινε λοιπόν εκεί να την περιμένει, μέσ' στην ερημιά και τη σιωπή. Χάθηκε μέσα στην ευεργετική σκιά μιας γωνιάς. Εξακολουθούσε πάντα να νιώθει αυτόν το φριχτό πόνο στο μέρος της καρδιάς. Αυτό τον έκανε να θέλει να δει την Ντααέ όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ξαφνικά, η πόρτα του καμαρινιού άνοιξε και είδε την καμαριέρα να φεύγει ολομόναχη, κουβαλώντας μερικά πακέτα. Καθώς περνούσε από μπροστά του, τη σταμάτησε και τη ρώτησε πώς είναι η κυρία της. Του απάντησε γελώντας πως ήταν μια χαρά, αλλά πως δεν έπρεπε να την ενοχλήσει κανείς, γιατί επιθυμούσε να μείνει μόνη. Έφυγε. Μια ιδέα πέρασε τότε από το ταραγμένο μυαλό του Ραούλ: Η Ντααέ ήθελε να μείνει μόνη γι' αυτόν!… Δεν της είχε πει πως ήθελε να της μιλήσει ιδιαιτέρως; Γι' αυτό λοιπόν φρόντισε να φύγουν όλοι από κοντά της… Κρατώντας την αναπνοή του πλησίασε στο καμαρίνι, έβαλε τ' αφτί του στην πόρτα, για ν' αφουγκραστεί τι θα του απαντούσαν και ετοιμάστηκε να χτυπήσει. Όμως, το χέρι του σταμάτησε στον αέρα. Από το καμαρίνι ακούστηκε μια αντρική φωνή να λέει, μ' ένα ιδιαίτερα αυταρχικό ύφος:
Читать дальше