Η κόμησσα ντε Σανιύ, κόρη του Μεροζίς ντε Μαρτινιέρ, είχε πεθάνει πάνω στη γέννα του Ραούλ, που γεννήθηκε είκοσι χρόνια μετά το μεγάλο του αδελφό. Όταν πέθανε ο γέρο-κόμης, ο Ραούλ ήταν δώδεκα χρόνων. Ο Φιλίπ ασχολήθηκε δραστήρια με τη διαπαιδαγώγηση και τη μόρφωση του μικρού. Σ' αυτό τον βοήθησαν πάρα πολύ οι αδελφές του και μια γριά χήρα θεία που έμενε στη Μπρεστ και που μετάδωσε στο νεαρό Ραούλ την αγάπη για τη θάλασσα και τους θαλασσινούς. Ο νεαρός άντρας μπήκε στο Μπορντά, βγήκε μεταξύ των πρώτων και ολοκλήρωσε με την ησυχία του το γύρο του κόσμου. Χάρη στα γερά μέσα που είχε, κατάφερε να συμπεριληφθεί στην επίσημη αποστολή του Reguin , που ξεκίνησε να βρει μέσα στους πάγους του πόλου τους επιζήσαντες από την αποστολή του Artois , που τα ίχνη της είχαν χαθεί εδώ και τρία χρόνια. Περιμένοντας την ημέρα της αναχώρησης, απολάμβανε μια μακρόχρονη περίοδο διακοπών, που θα διαρκούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, έξι μήνες. Οι συγγενείς και φίλοι, βλέποντας αυτό το τόσο ευαίσθητο, όμορφο αγόρι, λυποντουσαν προκαταβολικά για τις κακουχίες που το περίμεναν.
Η ντροπαλοσύνη αυτού του ναύτη, η αθωότητα του, μπορώ να πω, ήταν αξιοπρόσεκτη. Έμοιαζε να 'χει γεννηθεί μόλις χτες. Πραγματικά, μεγαλωμένος με τις φροντίδες των δυο αδελφών του και της γριάς θείας του, είχε αποκτήσει απ' αυτή την εντελώς γυναικεία του ανατροφή, συμπεριφορές αγνές, που χαρακτηρίζονταν από μια γοητεία που τίποτε, μέχρι τότε, δεν είχε κατορθώσει να του αφαιρέσει. Εκείνη την εποχή θα 'ταν λίγο πάρα πάνω από εικοσιενός χρονών και φαινόταν μόλις δεκαοχτώ. Είχε ένα λεπτό ξανθό μουστάκι, όμορφα γαλανά μάτια και το δέρμα του έμοιαζε κοριτσίστικο. Ο Φιλίπ τον κακομάθαινε, του 'κανε όλα του τα χατήρια. Κατ' αρχήν, ήταν πολύ περήφανος για τον αδελφό του για τον οποίο και πρόβλεπε μια λαμπρή καριέρα στο ναυτικό, όπου ένας από τους προγόνους τους, ο διάσημος Σανιύ ντε Λα Ρος, είχε γίνει ναύαρχος. Εκμεταλλευόταν τις διακοπές του νεαρού για να του δείξει τις μεγαλοπρεπείς κοσμικές και καλλιτεχνικές απολαύσεις του Παρισιού, τις οποίες ο μικρός αγνοούσε.
Ο κόμης πίστευε πως στην ηλικία του Ραούλ η πολλή φρονιμάδα δεν κάνει καλό. Ο Φιλίπ είχε έναν πολύ ισορροπημένο χαρακτήρα, ισοσταθμισμένο ανάμεσα στις δουλειές και τις απολαύσεις: ήταν πάντα σε φόρμα, ανίκανος να δώσει στον αδελφό του το κακό παράδειγμα. Τον έπαιρνε παντού μαζί του. Τον πήγε ακόμη και στο φουαγιέ του χορού. Ξέρω ότι λέγανε πως τελευταία ο κόμης «τα είχε» με τη Σορέλι. Ε, και λοιπόν;! Δεν ήταν δα και έγκλημα για έναν άντρα που είχε μείνει εργένης και ως εκ τούτου είχε πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του, ιδιαίτερα μάλιστα μετά το γάμο των δυο του αδελφών, να περνά πού και πού, μια δυο ώρες, μετά το δείπνο, με τη συντροφιά κάποιας χορεύτριας που μπορεί να μη διέθετε μεγάλη πνευματικότητα, είχε όμως τα πιο ωραία μάτια του κόσμου… Εξάλλου, εκείνη την εποχή υπήρχαν μέρη όπου ένας αληθινός Παριζιάνος, και μάλιστα σαν τον κόμη ντε Σανιύ, ήταν «υποχρεωμένος» να κυκλοφορεί· το φουαγιέ της Όπερας ήταν ένα απ' αυτά.
Τέλος, πρέπει να πούμε, πως κατά πάσα πιθανότητα, ο Φιλίπ δε θα είχε οδηγήσει ποτέ τον αδελφό του στους διαδρόμους της εθνικής Ακαδημίας της μουσικής, αν δεν του το είχε ζητήσει ο ίδιος, και μάλιστα, όπως θυμήθηκε αργότερα ο κόμης, με ιδιαίτερη επιμονή.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, ο Φιλίπ, αφού χειροκρότησε την Ντααέ, γύρισε προς τον Ραούλ. Το πρόσωπό του ήταν τόσο χλομό που τον κατατρόμαξε.
«Μα, δεν καταλαβαίνετε λοιπόν πώς αυτή η γυναίκα δεν είναι καλά;», είπε ο Ραούλ.
Πραγματικά, πάνω στη σκηνή η Κριστίν Ντααέ ήταν έτοιμη να καταρρεύσει.
«Μάλλον, εσύ είσαι έτοιμος να λιποθυμήσεις…», είπε ο κόμης σκύβοντας προς το μέρος του Ραούλ. «Μα, τι έχεις λοιπόν;».
Ο Ραούλ όμως είχε κιόλας σηκωθεί.
«Πάμε», είπε με τρεμάμενη φωνή.
«Πού θέλεις να πας, Ραούλ;», τον ρώτησε ο κόμης, ξαφνιασμένος από τη συγκίνηση του μικρότερου αδελφού του.
«Μα, πάμε να την δούμε! Είναι η πρώτη φορά που τραγουδά μ' αυτόν τον τρόπο!».
Ο κόμης κοίταξε επίμονα τον αδελφό του, με περιέργεια, κι ένα ελαφρό χαμόγελο διαγράφτηκε στις άκρες των χειλιών του, ενώ βιάστηκε να προσθέσει:
«Πάμε, λοιπόν, πάμε!».
Φαινόταν καταγοητευμένος.
Δεν άργησαν να βρεθούν στην είσοδο των μελών, που ήταν ήδη φίσκα. Ο Ραούλ, περιμένοντας τη σειρά του για ν' ανέβει στη σκηνή, με μια απότομη ασυνείδητη κίνηση έσκισε τα γάντια του!… Ο Φιλίπ, που πάντα ήταν πολύ καλός μαζί του, δε σχολίασε καθόλου την ανυπομονησία του. Όμως, τώρα πια ήξερε. Τώρα ήξερε γιατί ο Ραούλ ήταν συχνά αφηρημένος όταν του μιλούσε και γιατί πραγματικά απολάμβανε κάθε συζήτηση που περιστρεφόταν γύρω από θέματα σχετικά με την Όπερα.
Читать дальше