Έτσι, ο Πέρσης δε δίστασε. Συγκλονισμένος απ' αυτή την καινούργια συμφορά, μην μπορώντας να ζει άλλο μέσα στην αβεβαιότητα για το τι μπορεί να έχει συμβεί στον υποκόμη και την Κριστίν Ντααέ, αποφάσισε να πάει να τα πει όλα στην αστυνομία.
Μόνο που η υπόθεση είχε ανατεθεί στον ανακριτή κύριο Φορ κι έτσι πήγε και μίλησε σ' αυτόν. Μπορείτε νομίζω να φαντασθείτε το πώς, ένα καχύποπτο, τετράγωνο κι επιπόλαιο μυαλό, (τα λέω έτσι ακριβώς όπως τα σκέφτομαι), πέρα για πέρα ανέτοιμο για μια τέτοια εκμυστήρευση, αντιμετώπισε την κατάθεση του νταρόγκα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ανακριτής Φορ θεώρησε πως ο νταρόγκα δεν έστεκε καλά στα λογικά του.
Ό Πέρσης, αφού απελπίστηκε και συνειδητοποίησε πως η αστυνομία δεν επρόκειτο να τον πάρει στα σοβαρά, άρχισε να γράφει. Μπορεί η αστυνομία να μην ενδιαφερόταν για την κατάθεσή του, ίσως όμως η κατάθεσή του να ενδιέφερε τον Τύπο. Άρχισε λοιπόν να γράφει. Ένα βράδυ, αφού είχε γράψει την τελευταία πρόταση της διήγησης που μόλις σας παράθεσα, ο Δαρείος του ανάγγειλε τον ερχομό ενός αγνώστου, που αρνιόταν επίμονα να πει τ' όνομα του και που ήταν αδύνατον να δει κανείς το πρόσωπό του. Ο άγνωστος είχε δηλώσει πολύ απλά πως δεν επρόκειτο να φύγει αν δεν έβλεπε τον νταρόγκα.
Ο Πέρσης, που αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν ο άγνωστος επισκέπτης, διέταξε να τον οδηγήσουν πάραυτα μέσα.
Ο νταρόγκα δεν είχε κάνει λάθος.
Ήταν το φάντασμα! Ήταν ο Ερίκ!
Ήταν πάρα πολύ αδύνατος κι ακουμπούσε στον τοίχο λες και φοβόταν πως θα 'πέφτε κάτω… Έβγαλε το καπέλο του αφήνοντας να φανεί ένα μέτωπο χλομό σαν το κερί. Το υπόλοιπο πρόσωπο του το 'κρύβε η μάσκα.
Ο Πέρσης τον πλησίασε.
«Δολοφόνε του κόμη Φιλίπ, τι έκανες τον αδελφό του και την Κριστίν Ντααέ;».
Ακούγοντας αυτές τις φοβερές κατηγορίες ο Ερίκ τρέκλισε και έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά, σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα, αναστέναξε βαθιά και με μικρές φράσεις, με μικρές λέξεις, βαριανασαίνοντας, είπε:
«Νταρόγκα, μη μου μιλάς για τον κόμη Φιλίπ… Ήταν κιόλας νεκρός… όταν βγήκα απ' το σπίτι μου… ήταν νεκρός… κιόλας… όταν… τραγούδησε η σειρήνα… ήταν ένα ατύχημα… ένα θλιβερό… ένα απαράδεκτα θλιβερό ατύχημα… Αδέξια, φυσικά, και απλά, είχε πέσει μόνος του στη λίμνη!…»
«Λες ψέματα!» φώναξε ο Πέρσης.
Τότε ο Ερίκ έσκυψε το κεφάλι και είπε:
«Δεν ήρθα εδώ…για να σου μιλήσω για τον κόμη Φιλίπ… αλλά για να σου πω… πως θα πεθάνω…».
«Πού βρίσκονται ο Ραούλ ντε Σανιύ και η Κριστίν Ντααέ;…»
«Θα πεθάνω…»
«Ο Ραούλ ντε Σανιύ και η Κριστίν Ντααέ;».
«…Από έρωτα… νταρόγκα… θα πεθάνω από έρωτα… αυτή είναι η αλήθεια… την αγαπούσα τόσο πολύ!… Και την αγαπώ ακόμη, νταρόγκα, γιατί πεθαίνω απ' την αγάπη μου γι' αυτήν, σου το λέω. Αν ήξερες πόσο όμορφη ήταν όταν μου επέτρεψε να τη φιλήσω ζωντανή, μου ορκίστηκε στη σωτηρία της ψυχής της… Ήταν η πρώτη φορά, νταρόγκα, η πρώτη φορά, τ' ακούς, που φίλησα μια γυναίκα… Ναι, ζωντανή, τη φίλησα ζωντανή και ήταν ωραία σαν νεκρή!…»
Ο Πέρσης σηκώθηκε και τόλμησε ν' αγγίξει τον Ερίκ. Του τράνταξε το μπράτσο.
«Θα μου πεις επιτέλους αν είναι νεκρή ή ζωντανή;…»
«Γιατί με τραντάζεις έτσι», απάντησε ο Ερίκ κάνοντας προσπάθεια για να μιλήσει… «Σου λέω πως εγώ είμαι αυτός που θα πεθάνει. Ναι, τη φίλησα ζωντανή…».
«Και τώρα είναι νεκρή;».
«Σου λέω, πως τη φίλησα έτσι, στο μέτωπο… κι αυτή δε τραβήχτηκε, δεν απομάκρυνε το μέτωπο της από το στόμα μου!… Αχ! είναι μια τίμια κοπέλα! Δε νομίζω πως είναι νεκρή, αν κι αυτό είναι κάτι που δε με αφορά πια… Όχι! Όχι! δεν είναι νεκρή! Και αλίμονο, αν μάθω πως κάποιος πείραξε έστω μια τρίχα απ' τα μαλλιά της! Είναι μια γενναία και τίμια κοπέλα, που σου έσωσε τη ζωή, νταρόγκα, εκεί πάνω απ' την αγορά, γιατί τότε εγώ δεν έδινα δεκάρα για το περσικό πετσί σου, νταρόγκα. Κατά βάθος, κανείς δεν ασχολιόταν μαζί σου. Γιατί, λοιπόν, είχες έρθει μαζί με το μικρό νεαρό άντρα; Θα πέθαινες εκεί, κάτω από την αγορά! Σου ορκίζομαι, με παρακαλούσε για το μικρό νεαρό της άντρα, αλλά εγώ της είπα πως από τη στιγμή που γύρισε το σκορπιό, αυτόματα έγινα εγώ ο αρραβωνιαστικός της και πως δε χρειαζόταν να 'χει δυο αρραβωνιαστικούς, πράγμα που νομίζω ήταν πολύ σωστό. Όσο για σένα, δεν υπήρχες, δεν υπήρχες, στο επαναλαμβάνω, και θα πέθαινες κι εσύ μαζί με τον άλλον αρραβωνιαστικό!
»Μόνο που, άκουσε προσεχτικά, νταρόγκα, καθώς φωνάζατε σαν δυο διαμονισμένοι εξαιτίας του νερού, η Κριστίν με πλησίασε και κοιτώντας με με τα όμορφα, μεγάλα, γαλανά της μάτια ορθάνοιχτα, μου ορκίστηκε στη σωτηρία της ψυχής της, πως δεχόταν να γίνει γυναίκα μου ζωντανή! Μέχρι εκείνη τη στιγμή, νταρόγκα, μέσα στα βάθη των ματιών της, έβλεπα πάντα τη γυναίκα μου νεκρή. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τη γυναίκα μου ζωντανή. Ήταν ειλικρινής, είχε ορκιστεί στη σωτηρία της ψυχής της. Δε θ' αυτοκτονούσε. Η συμφωνία έκλεισε. Μισό λεπτό αργότερα, όλα τα νερά επέστρεψαν στη λίμνη και εγώ τραβούσα τη γλώσσα σου, νταρόγκα γιατί, στο λόγο μου, πίστευα πως ήσουν κιόλας νεκρός!… Επιτέλους! Να, λοιπόν, τι έπρεπε να γίνει! Θα 'πρεπε να σας μεταφέρω και τους δυο στα σπίτια σας πάνω στη γη. Επιτέλους, μου αδειάσατε τον τόπο κι έμεινα μόνος μου μαζί της».
Читать дальше