Η σκιά του ανθρώπου με τη μάσκα, μέσα σ' αυτό το γεροντίστικο μπανάλ περιβάλλον, το τόσο καθημερινό και «καθώς πρέπει», έμοιαζε ακόμη πιο εξωπραγματική. Έσκυψε μέχρι τ' αφτί του Πέρση και του είπε με σιγανή φωνή:
«Αισθάνεσαι καλύτερα νταρόγκα;… Κοιτάς το σπίτι μου;… Είναι ό,τι απόμεινε από τη δύστυχη μητέρα μου…»
Του είπε κι άλλα ακόμη, που όμως δε θυμόταν πια. Όμως — κι αυτό γιατί του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση — ο Πέρσης θυμόταν πολύ καλά πως, όσο κράτησε εκείνο το όραμα σ' εκείνο το παλιομοδίτικο δωμάτιο, μιλούσε μόνο ο Ερίκ. Η Κριστίν Ντααέ δεν έλεγε κουβέντα· απλά πηγαινοερχόταν αθόρυβα σαν μια καλόγρια που 'χε δώσει όρκο σιωπής, πότε για να φέρει κάποιο τονωτικό… πότε αχνιστό τσάι… Ο άνθρωπος με τη μάσκα τής έπαιρνε το φλυτζάνι και το 'δίνε στον Πέρση.
Όσο για τον κύριο ντε Σανιύ… κοιμόταν…
Ο Ερίκ, ρίχνοντας λίγο ρούμι στο φλυτζάνι του νταρόγκα και δείχνοντας του τον ξαπλωμένο υποκόμη, είπε:
«Είχε συνέλθει πολύ πριν μάθουμε αν θα ζήσετε ή όχι, νταρόγκα. Πάει πολύ καλά… Κοιμάται… Δεν πρέπει να τον ξυπνήσετε…»
Για μια στιγμή, ο Ερίκ έφυγε από το δωμάτιο και ο Πέρσης ανασηκώθηκε και κοίταξε ολόγυρα του… Σε μια γωνιά κοντά στο τζάκι διέκρινε τη λευκή φιγούρα της Κριστίν Ντααέ. Της μίλησε… τη φώναξε… όμως ακόμη ήταν πολύ αδύναμος κι έτσι ξανάπεσε πίσω στο μαξιλάρι του… Η Κριστίν ήρθε κοντά του, ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπο του και μετά απομακρύνθηκε… Ο Πέρσης θυμόταν πως καθώς απομακρυνόταν δεν έριξε ούτε μια ματιά στον κύριο ντε Σανιύ που, πράγματι, κοιμόταν ήσυχα ήσυχα… Ξανακάθησε στην πολυθρόνα της δίπλα στο τζάκι, σιωπηλή, σαν μια αδελφή του Ελέους που έχει δώσει όρκο σιωπής…
Ο Ερίκ επέστρεψε κρατώντας διάφορα μικρά μπουκαλάκια που ακούμπησε πάνω στο τζάκι. Μετά, πολύ σιγανά, για να μην ξυπνήσει τον κύριο ντε Σανιύ, είπε στον Πέρση, αφού πρώτα του πήρε το σφυγμό:
«Τώρα, είσαστε κι οι δυο σας εκτός κινδύνου και θα σας οδηγήσω πίσω, πάνω στη γη, για να ευχαριστήσω τη γυναίκα μου».
Σηκώθηκε και χωρίς να δώσει καμιά άλλη εξήγηση εξαφανίστηκε ξανά.
Ο Πέρσης, κοίταξε κάτω απ' το φως της λάμπας το ήσυχο προφίλ της Κριστίν Ντααέ. Διάβαζε ένα πολύ μικρό βιβλίο, με χρυσωμένες τις άκρες των φύλλων του σαν τα θρησκευτικά βιβλία. Η Μίμηση κάνει παρόμοιες εκδόσεις. Στ' αφτιά του Πέρση αντηχούσαν ακόμη τα λόγια που είχε πει ο άλλος, με το φυσικότερο ύφος του κόσμου: «Για να ευχαριστήσω τη γυναίκα μου».
Ο νταρόγκα, πολύ σιγανά, τη φώναξε ξανά' όμως η Κριστίν θα πρέπει να βρισκόταν, διαβάζοντας, κάπου πολύ μακριά, γιατί δεν άκουσε τίποτα…
Ο Ερίκ ξανάρθε… έδωσε στον νταρόγκα να πιει ένα φάρμακο και μετά του είπε να μην απευθύνει το λόγο ξανά ούτε στη «γυναίκα του» ούτε σε κανέναν άλλον, «γιατί αυτό μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο για όλον τον κόσμο».
Μετά απ' αυτό, ο Πέρσης θυμάται ακόμη τη μαύρη σκιά του Ερίκ και τη λευκή φιγούρα της Κριστίν, που γλιστρούσε πάντα σιωπηλή μέσ' στο δωμάτιο, να σκύβουν πάνω από τον κύριο ντε Σανιύ. Ο Πέρσης ήταν ακόμη πολύ αδύναμος και ο παραμικρότερος θόρυβος, η πόρτα του ντουλαπιού που έτριζε, για παράδειγμα, του προξενούσε τρομερούς πόνους στο κεφάλι. Κοιμήθηκε κι αυτός όπως κι ο κύριος ντε Σανιύ.
Αυτή τη φορά, όταν ξύπνησε, ήταν στο σπίτι του και δεχόταν τις περιποιήσεις του πιστού του Δαρείου, που τον πληροφόρησε πως τον είχαν βρει την προηγούμενη νύχτα έξω από την πόρτα του διαμερίσματός του, όπου θα πρέπει να τον μετέφερε κάποιος άγνωστος που φρόντισε, προτού απομακρυνθεί, να χτυπήσει το κουδούνι.
Μόλις ξαναβρήκε τις δυνάμεις του, ο νταρόγκα έστειλε να μάθει τα νέα του υποκόμη απ' το σπίτι του κόμη Φιλίπ.
Τον πληροφόρησαν πως ο νέος άντρας δεν επέστρεψε ποτέ και πως ο κόμης Φιλίπ ήταν νεκρός. Είχαν βρει το πτώμα του στις όχθες της λίμνης της Όπερας, από τη μεριά της οδού Σκριμπ. Ο Πέρσης θυμήθηκε τη νεκρώσιμη ακολουθία που είχε παρακολουθήσει πίσω απο τον τοίχο της αίθουσας των βασανιστηρίων και δεν είχε καμιά αμφιβολία, ούτε για το πώς έγινε το έγκλημα ούτε για το ποιος ήταν ο δολοφόνος. Γνωρίζοντας τον Ερίκ, του ήταν πολύ εύκολο να καταλάβει τι έγινε.
Νομίζοντας πως αδελφός του ήταν αυτός που είχε απαγάγει την Κριστίν Ντααέ, ο κόμης Φιλίπ έτρεξε να τον βρει. Τον ακολούθησε στο δρόμο των Βρυξελλών. Πήρε το δρόμο των Βρυξελλών γιατί ήξερε πως από κει επρόκειτο να φύγουν. Καθώς όμως δε βρήκε τίποτα, ξαναγύρισε στην Όπερα. Θυμήθηκε τις παράξενες εκμυστηρεύσεις του Ραούλ για τον φανταστικό του αντίπαλο κι έμαθε πως ο υποκόμης είχε κάνει το παν για να κατέβει στα υπόγεια της Όπερας και πως, τελικά, εξαφανίστηκε αφήνοντας το καπέλο του στο καμαρίνι της ντίβας, δίπλα σε μια θήκη πιστολιών. Ο κόμης, που πια ήταν σίγουρος πως ο αδελφός του είχε τρελαθεί, ρίχτηκε κι αυτός με τη σειρά του μέσα σ' εκείνον το σατανικό υπόγειο λαβύρινθο. Δε χρειαζόντουσαν περισσότερα για να βρεθεί το πτώμα του κόμη Φιλίπ στις όχθες της λίμνης, όπου καιροφυλαχτούσε το τραγούδι της σειρήνας, της σειρήνας του Ερίκ, αυτής της θυρωρού της λίμνης των Νεκρών…
Читать дальше