Η συγκίνηση του Ερίκ ήταν τέτοια που χρειάστηκε να προειδοποιήσει τον Πέρση να μη γυρίσει να τον κοιτάξει, γιατί ένιωθε να πνίγεται και θα 'βγαζε τη μάσκα του. Ο Πέρσης μου είπε πως πήγε ο ίδιος στο παράθυρο για να τ' ανοίξει και πως η καρδιά του ήταν γεμάτη θλίψη και λύπη για αυτόν, ωστόσο, φρόντισε ιδιαίτερα να κοιτάζει συνέχεια σ' ένα σημείο, έξω στα δέντρα των Τουλερί, για να μη συναντήσει το πρόσωπο του τέρατος.
«Πήγα», συνέχισε ο Ερίκ, «να ελευθερώσω τον νέο άντρα και του είπα να μ' ακολουθήσει… Αγκαλιάστηκαν μπροστά μου… εκεί… στο δωμάτιο «Λουί Φιλίπ»… Η Κριστίν φορούσε τη βέρα μου… Έβαλα την Κριστίν να μου ορκιστεί πως όταν θα πέθαινα, θα 'ρχοταν μια νύχτα, περνώντας από τη λίμνη της οδού Σκριμπ, θα 'ρχοταν να με θάψει μυστικά περνώντας μου τη βέρα που μέχρι εκείνη τη στιγμή θα φορούσε εκείνη… της είπα πού θα 'βρισκε το σώμα μου και τι έπρεπε να κάνει… Τότε η Κριστίν με φίλησε, για πρώτη φορά εκείνη, με φίλησε στο μέτωπο… (μην κοιτάς, νταρόγκα!) εκεί πάνω στο μέτωπο… πάνω στο μέτωπό μου… φίλησε το δικό μου μέτωπο!… (μη γυρνάς, νταρόγκα!) και φύγανε… οι δυο τους… Η Κριστίν δεν έκλαιγε πια… εγώ μόνος έκλαιγα… νταρόγκα, νταρόγκα… αν η Κριστίν κρατήσει τον όρκο της δε θ' αργήσει να γυρίσει!…»
Και ο Ερίκ έπαψε. Ο Πέρσης δεν τον ρώτησε πια τίποτε άλλο. Τώρα, ήταν απόλυτα σίγουρος για την τύχη του Ραούλ ντε Σανιύ και της Κριστίν Ντααέ. Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε ποτέ ν' αμφισβητήσει τα λόγια του Ερίκ που έκλαιγε.
Το τέρας είχε ξαναβάλει τη μάσκα του και με όσες δυνάμεις του απόμεναν ετοιμάστηκε να φύγει. Του είπε πως όταν θα 'νιωθε το θάνατο πολύ κοντά, για να τον ευχαριστήσει για το καλό που κάποτε του είχε κάνει, θα του έστελνε ό,τι πολυτιμότερο είχε στον κόσμο: όλα τα γράμματα της Κριστίν Ντααέ που είχε γράψει στη διάρκεια αυτής της περιπέτειας στον Ραούλ, και που τα είχε αφήσει στον Ερίκ, μαζί με κάποια άλλα δικά της μικροαντικείμενα! δυο μαντίλια, ένα ζευγάρι γάντια κι ένα φιόγκο από παπούτσι. Απαντώντας σε ερώτηση του Πέρση, ο Ερίκ τον πληροφόρησε πως οι δυο νέοι, μόλις ελευθερώθηκαν, αποφάσισαν να πάνε να βρουν έναν παπά σε κάποιο απόμερο μέρος, όπου θα έκρυβαν την ευτυχία τους… Έτσι πήγαν στο «σταθμό του Βορρά του Κόσμου». Τέλος, ο Ερίκ υπολόγιζε στον Πέρση, για ν' αναγγείλει το θάνατο του στους δυο νέους. Γι' αυτό, θα αρκούσε να βάλει μια γραμμή στις αγγελίες θανάτων της Επόκ.
Ο Πέρσης συνόδεψε τον Ερίκ ως την πόρτα και ο Δαρείος τον βοήθησε να κατέβει μέχρι κάτω στο πεζοδρόμιο. Ένα αμάξι περίμενε. Ο Πέρσης, που είχε βγει στο παράθυρο, τον άκουσε να λέει: «Κατευθείαν στην Όπερα».
Το αμάξι χάθηκε μέσα στη νύχτα. Ήταν η τελευταία φορά που ο Πέρσης έβλεπε τον δυστυχισμένο Ερίκ.
Τρεις βδομάδες αργότερα, η εφημερίδα Επόκ δημοσίευσε την παρακάτω αγγελία θανάτου:
«Ο Ερίκ πέθανε».
ΑΥΤΗ είναι η αληθινή ιστορία του φαντάσματος της Όπερας. Όπως το είχα αναγγείλει και στην αρχή αυτού του έργου, τώρα δεν μπορεί κανείς πια ν' αμφιβάλλει για το αν ο Ερίκ υπήρξε πραγματικά. Οι αποδείξεις για την ύπαρξή του είναι πάρα πολλές, και σήμερα προσιτές στον καθένα, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να παρακολουθήσει κανείς, με μια λογική σειρά, όλα τα γεγονότα και τις συμπεριφορές του Ερίκ που έχουν σχέση με το δράμα των Σανιύ.
Δε νομίζω πως χρειάζεται να επαναλάβω εδώ το πόσο αυτό το δράμα συγκλόνισε την πρωτεύουσα. Η απαγωγή της καλλιτέχνιδας, ο θάνατος του κόμη ντε Σανιύ, κάτω από τόσο περίεργες συνθήκες, η εξαφάνιση του αδελφού του και η τριπλή νάρκωση των υπάλληλων της Όπερας!… Πόσα δράματα! Πόσα πάθη! πόσα εγκλήματα διαπράχτηκαν γύρω από το ειδύλλιο του Ραούλ με τη γλυκιά και γοητευτική Κριστίν!… Τι απόγινε η υπέροχη και μυστηριώδης τραγουδίστρια που ποτέ κανείς δεν ξανάκουσε γι' αυτήν;… Την παρουσίασαν ως το θύμα του ανταγωνισμού των δυο αδελφών και κανείς δε φαντάστηκε αυτό που πραγματικά συνέβη. Κανείς δεν σκέφτηκε πως αφού είχαν εξαφανιστεί και οι δύο, το πιθανότερο ήταν πως το ζευγάρι είχε αποτραβηχτεί σε κάποια ήσυχη γωνιά του κόσμου για να ζήσει μιαν ευτυχία που, μετά τον ανεξήγητο θάνατο του κόμη Φιλίπ, δεν ήθελε να είναι δημόσια… Μια μέρα, πήραν το τρένο απ' το «σταθμό του Βορρά του Κόσμου…»
Ίσως και γω κάποια μέρα θα πάρω το τρένο απ' αυτόν το σταθμό και θα πάω να αναζητήσω στις λίμνες, ω! Νορβηγία, ω! σιωπηλή Σκανδιναβία!, τα χνάρια του Ραούλ και της Κριστίν, που ίσως ζουν ακόμη, καθώς και της μαμά-Βαλέριους που κι αυτή είχε εξαφανιστεί την ίδια εποχή!… Ίσως κάποια μέρα θ' ακούσω τη μοναχική Ηχώ του Βορρά, να επαναλαμβάνει το τραγούδι εκείνης που γνώρισε τον Άγγελο της μουσικής…
Читать дальше