Από κει λοιπόν εξαφανίστηκαν τα σαράντα χιλιάδες φράγκα!… Κι από κει, με κάποιο άλλο κόλπο, επέστρεψαν ξανά…
Όταν μίλησα, με μεγάλη συγκίνηση όπως μπορείτε να φανταστείτε, γι' αυτήν μου την ανακάλυψη στον Πέρση, του είπα:
«Ώστε λοιπόν, ο Ερίκ τα 'κανε όλ' αυτά για να διασκεδάσει;…»
Ο Πέρσης μου απάντησε:
«Μην πιστεύετε καθόλου κάτι τέτοιο!… Ο Ερίκ είχε ανάγκη από χρήματα, τοποθετώντας τον εαυτό του έξω από την ανθρωπότητα, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό και χρησιμοποιούσε αυτά τα εξαιρετικά χαρίσματα, της επιδεξιότητας και της φαντασίας, με τα οποία τον είχε προικίσει η φύση (λες για να τον αποζημιώσει για τη φριχτή του ασχήμια) για να εκμεταλλεύεται τα μέλη της ανθρωπότητας και συχνά μ' έναν υπέροχο τρόπο, γιατί μην ξεχνάτε ότι πολλές φορές είχε ανταμειφθεί με το βάρος του σε χρυσό. Αν αποφάσισε να επιστρέψει τα σαράντα χιλιάδες φράγκα, το 'κανε γιατί τότε δεν τα είχε πια ανάγκη! Είχε πια παραιτηθεί από την ιδέα να παντρευτεί την Κριστίν Ντααέ. Είχε πια απαρνηθεί την ευτυχία και όλα τα εγκόσμια. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πέρση, ο Ερίκ καταγόταν από μια μικρή πόλη κοντά στη Ρουέν. Ήταν γιος ενός εργολάβου οικοδομών. Είχε φύγει νωρίς από το πατρικό σπίτι, όπου η ασχήμια του προκαλούσε φόβο και φρίκη στους δικούς του. Για κάμποσο καιρό επιδεικνυόταν στα πανηγύρια, όπου ο ιμπρεσάριός του τον παρουσίαζε ως «νεκροζώντανο». Θα πρέπει να 'χε διασχίσει μ' αυτόν τον τρόπο, από πανηγύρι σε πανηγύρι όλη την Ευρώπη, και θα πρέπει να τελειοποίησε την ιδιόμορφη καλλιτεχνική του εκπαίδευση, καθώς και την εκπαίδευσή του στα μαγικά κόλπα, στην ίδια την κοιτίδα της τέχνης και της μαγείας, στους Τσιγγάνους. Μιαν ολόκληρη περίοδο της ζωής του Ερίκ τη σκεπάζει το σκοτάδι. Τον ξαναβρίσκουμε στο πανηγύρι του Νίζνι-Νόβγκοροντ, όπου εμφανιζόταν σε όλο το αποτρόπαιο μεγαλείο του. Ήδη τραγουδούσε όπως κανείς άλλος στον κόσμο δεν έχει τραγουδήσει ποτέ. Έκανε τον εγγαστρίμυθο και επιδιδόταν σε καταπληκτικές ταχυδακτυλουργίες, που γι' αυτές, τα καραβάνια δεν έπαυαν να μιλάνε ακόμη και μετά το γυρισμό τους στην Ασία. Έτσι, η φήμη του έφτασε στα τείχη του ανάκτορου του Μαζεντεράν, όπου η μικρή σουλτάνα, η αγαπημένη του σα-εν-σαχ, έπληττε. Κάποιος έμπορος γουναρικών, που μόλις είχε γυρίσει στη Σαμαρκάνδη από το Νίζνι-Νόβγκοροντ, διηγήθηκε τα θαύματα που είχε δει κάτω από τη σκηνή του Ερίκ. Κάλεσαν τον έμπορο στο παλάτι, όπου τον ανάκρινε ο νταρόγκα του Μαζεντεράν. Μετά απ' αυτό, ανατέθηκε στον νταρόγκα να βρει και να φέρει τον Ερίκ στο παλάτι. Έτσι ήρθε ο Ερίκ στην Περσία. Εδώ πέρασε πολύ καλά και πολύ κακά. Διέπραξε ουκ ολίγες φρικαλεότητες, γιατί φαίνεται πως δεν είχε αίσθηση ούτε του καλού ούτε του κακού, και συνεργάστηκε σε μερικές πολιτικές δολοφονίες, το ίδιο αδιάφορα όπως είχε καταφέρει να νικήσει, με κάποιες διαβολικές εφευρέσεις τον εμίρη του Αφγανιστάν, που τότε βρισκόταν σε πόλεμο με την αυτοκρατορία. Ο σα-εν-σαχ τον έκανε φίλο του. Εδώ τοποθετούνται Οι Ρόδινες Ώρες του Μαζεντεράν, για τις οποίες πήραμε μια ιδέα από την αφήγηση του Πέρση. Καθώς ο Ερίκ είχε μια εντελώς προσωπική αντίληψη για την αρχιτεκτονική και ένα παλάτι το αντιλαμβανόταν περισσότερο όπως ένας ταχυδακτυλουργός το μαγικό του μπαούλο, ο σα-εν-σαχ του παράγγειλε μια τέτοια κατασκευή που ο Ερίκ πραγματοποίησε με μεγάλη επιτυχία. Αυτή η κατασκευή ήταν τόσο μεγαλοφυής που η Μεγαλειότητά Του μπορούσε να περιφέρεται παντού χωρίς να τον βλέπει κανείς και μπορούσε να εξαφανιστεί ανά πάσα στιγμή χωρίς κανείς να μπορεί να καταλάβει πώς. Όταν ο σα-εν-σαχ απόχτησε αυτό το διαμάντι, διέταξε, όπως κάποτε είχε κάνει κάποιος Τσάρος για έναν ιδιοφυή αρχιτέκτονα μιας εκκλησίας στην Κόκκινη πλατεία της Μόσχας, να βγάλουν τα χρυσαφένια μάτια του Ερίκ. Όμως, μετά σκέφτηκε πως ο Ερίκ ακόμη και τυφλός θα μπορούσε να χτίσει ένα παρόμοιο παλάτι για κάποιον άλλο άρχοντα. Τελικά, όσο ο Ερίκ ήταν ζωντανός, αυτό σήμαινε πως υπήρχε κάποιος που ήξερε τα μυστικά του παλατιού. Έτσι, αποφασίστηκε ο θάνατος του Ερίκ, καθώς και όλων των εργατών που δούλεψαν κάτω από τις διαταγές του. Ο νταρόγκα του Μαζεντεράν ανάλαβε την εκτέλεση αυτής της φριχτής διαταγής. Ο Ερίκ, κάποτε τον είχε βοηθήσει, τον είχε κάνει να γελάσει. Τον έσωσε λοιπόν, και του έδωσε τα μέσα να φύγει. Όμως, λίγο έλειψε να πληρώσει με το κεφάλι του αυτή του τη γενναιοδωρία. Ευτυχώς για τον νταρόγκα, στις όχθες της Κασπίας Θάλασας βρέθηκε ένα μισοφαγωμένο απ' τα θαλασσοπούλια πτώμα, που θεωρήθηκε πως ήταν το πτώμα του Ερίκ. Σ' αυτό βοήθησαν οι φίλοι του νταρόγκα, που είχαν φροντίσει να ντύσουν το πτώμα με ρούχα του Ερίκ. Ο νταρόγκα, τιμωρήθηκε με κατάσχεση της περιουσίας του και με εξορία. Ωστόσο, επειδή ο νταρόγκα ήταν από βασιλική οικογένεια, το περσικό κράτος εξακολουθούσε να του δίνει κάποιο μικρό ποσό, μερικών εκατοντάδων φράγκων, κάθε μήνα. Έτσι ο νταρόγκα ήρθε πρόσφυγας στο Παρίσι.
Читать дальше