Και το νερό να εξακολουθεί ν' ανεβαίνει!
Α! Α! Θυμηθείτε! Πόσος χώρος υπάρχει ανάμεσα στο κλαδί του σιδερένιου δέντρου και το ταβάνι του δωματίου με τους καθρέφτες;… Προσπαθείστε να θυμηθείτε!… Άλλωστε, ίσως τελικά το νερό σταματήσει… σίγουρα σε κάποιο σημείο θα σταματήσει… Να! Μου φαίνεται πως σταμάτησε!… Όμως όχι!… Τι φρίκη!… Πρέπει να κολυμπήσουμε! Να κολυμπήσουμε!… Πνιγόμαστε!… χτυπιόμαστε απελπισμένα μέσ' στα μαύρα νερά… Ήδη δυσκολευόμαστε ν' αναπνεύσουμε τον μαύρο αέρα πάνω απ' αυτό το μαύρο νερό… τον αέρα που φεύγει, που τον ακούμε να φεύγει από κει, πάνω απ' τα κεφάλια μας, δεν ξέρω και γω από ποιο εξάρτημα κλιματισμού… Αχ! ας στριφογυρίσουμε! Ας στριφογυρίσουμε μέχρι να βρούμε το στόμιο του αέρα… Θα κολλήσουμε το στόμα μας στο στόμιο του εξαερισμού… Όμως οι δυνάμεις μου μ' εγκαταλείπουν, προσπαθώ να κρατηθώ από τους τοίχους! Αχ! πώς γλιστράνε αυτοί οι καθρέφτες κάτω από τα δάχτυλά μας που ψάχνουν… που προσπαθούν… Στριφογυρίζουμε ξανά!… Βυθιζόμαστε… Μια τελευταία προσπάθεια!… Μια τελευταία κραυγή!… Ερίκ!… Κριστίν!… γκλου, γκλου, γκλου!… στο βάθος του μαύρου νερού τ' αφτιά μας κάνουν γκλουγκλου!… Λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου, μου φάνηκε πως ανάμεσα σε δυο γκλουγκλου άκουσα: «Βαρέλια!… Βαρέλια!… Έχετε βαρέλια για πούλημα;»
27
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΟΣ
Σ' ΑΥΤΟ το σημείο, τελειώνει η γραπτή αφήγηση που μου άφησε ο Πέρσης.
Παρ' όλη τη φρίκη αυτής της κατάστασης, που έμοιαζε να τους οδηγεί σε βέβαιο θάνατο, ο κύριος ντε Σανιύ και ο σύντροφος του σώθηκαν χάρη στη θεία αφοσίωση της Κριστίν Ντααέ. Το τέλος της περιπέτειας το άκουσα από τον ίδιο τον νταρόγκα.
Όταν πήγα να τον δω, κατοικούσε, όπως πάντα, στο μικρό του διαμέρισμα της οδού Ριβολί, απέναντι ακριβώς από τον κήπο των Τουλερί. Ήταν βαριά άρρωστος και χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλο μου το ταλέντο για να τον πείσω πως αυτό που μ' ενδιέφερε, ως δημοσιογράφο και ιστορικό, ήταν η αλήθεια και μόνον η αλήθεια κι έτσι ν' αποφασίσει να ξαναζήσει μαζί μου το απίστευτο αυτό δράμα. Ο παλιός πιστός του υπηρέτης Δαρείος τον βοηθούσε όπως πάντα αυτός με οδήγησε κοντά του. Ο νταρόγκα με υποδέχτηκε καθισμένος σε μια βαθιά πολυθρόνα, μπρος στο παράθυρο που βλέπει στον κήπο. Προσπαθούσε να συναρμολογήσει ένα θώρακα από κάποια παλιά πανοπλία, που κάποτε θα πρέπει να ήταν πολύ ωραίος. Ο Πέρσης μας, είχε ακόμη τα υπέροχα μάτια του, αλλά το καημένο το πρόσωπο του ήταν πάρα πολύ κουρασμένο. Είχε ξυρίσει εντελώς το κεφάλι του, που συνήθως κάλυπτε μ' ένα σκουφί από αστρακάν. Φορούσε μια άνετη, πολύ απλή ρόμπα κι ασυνείδητα, μέσα απ' τα φαρδιά της μανίκια, έπαιζε με τα δάχτυλά του. Το πνεύμα του είχε διατηρήσει όλη του τη διαύγεια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τα παλιά του βάσανα δίχως να καταληφθεί από πυρετό και με δυσκολία κατάφερα να του εκμαιεύσω το τέλος αυτής αλλόκοτης ιστορίας. Μερικές φορές, έπρεπε να τον παρακαλέσω ώρα πολλή για να απαντήσει στις ερωτήσεις μου. Άλλοτε, παρασυρμένος από τις αναμνήσεις του, αναπαρίστανε μπρος μου, με μιαν εκπληκτική ζωντάνια, την εικόνα του τρομερού Ερίκ και τις φοβερές ώρες που ο κύριος ντε Σανιύ κι αυτός ζήσανε στο σπίτι της Λίμνης.
Έπρεπε να βλέπατε το τρέμουλο που τον τάραζε ολόκληρο όταν περιέγραφε το ξύπνημά του, μετά το δράμα των νερών, μέσα στο ανησυχητικό ημίφως του δωματίου «Λουί Φιλίπ»… Και να, λοιπόν, το τέλος αυτής της τρομερής ιστορίας, έτσι όπως μου το διηγήθηκε ο Πέρσης, για να ολοκληρωθεί η γραπτή διήγηση που θέλησε να μου εμπιστευθεί:
Ανοίγοντας τα μάτια του, ο νταρόγκα είδε πως ήταν ξαπλωμένος πάνω σ' ένα κρεβάτι… Ο κύριος ντε Σανιύ κοιμόταν πάνω σ' έναν καναπέ, δίπλα σ' ένα ντουλάπι με καθρέφτη. Από πάνω τους, ένας άγγελος κι ένας δαίμονας…
Μετά από τα οράματα, τις οφθαλμαπάτες και τις παραισθήσεις της αίθουσας των βασανιστηρίων, η καθημερινότητα των αντικειμένων αυτού του δωματίου τάραζε ακόμη περισσότερο το ήδη ταραγμένο μυχλό αυτού που είχε βρεθεί σε τούτο το βασίλειο του ζωντανού εφιάλτη. Ήταν σαν να 'χαν τοποθετηθεί επίτηδες εκεί, για να τον κάνουν να τα χάσει εντελώς. Αυτό το κρεβάτι, τούτες οι καρέκλες από ακαζού, αυτό το κομοδίνο με τα σκαλίσματα του, η φροντίδα με την οποία εκείνα τα δαντελένια καρέ είχαν τοποθετηθεί στις πολυθρόνες, το εκκρεμές και τα μικρά κουτάκια που βρισκόντουσαν πάνω στο τζάκι κι έμοιαζαν τόσο αθώα… τέλος… αυτή η εταζέρα, διακοσμημένη με κοχύλια, κόκκινες πελότες για τις καρφίτσες, καραβάκια κι ένα τεράστιο αυγό στρουθοκαμήλου… Όλος ο χώρος φωτιζόταν από ένα αμπαζούρ που βρισκόταν πάνω σ' ένα χαμηλό τραπεζάκι… όλη αυτή η τόσο μπανάλ επίπλωση στα «υπόγεια της Όπερας» τάραζε τη φαντασία περισσότερο από κάθε προηγούμενη φαντασμαγορία.
Читать дальше