Εμείς, σερνόμενοι μέσα στα σκοτάδια, απομακρυνόμασταν από το μπαρούτι και προσπαθούσαμε να ξαναβρούμε τα πέτρινα σκαλοπάτια… γιατί όλα εκεί πάνω, πάνω απ' τα κεφάλια μας… η καταπακτή που οδηγεί στο δωμάτιο με τους καθρέφτες… όλα είχαν σβύσει… και εμείς επαναλαμβάναμε: Αύριο το βράδυ στις έντεκα η ώρα!…
…Επιτέλους ξαναβρίσκω τη σκάλα… όμως, ξαφνικά, ξανακατεβαίνω στο πρώτο σκαλοπάτι γιατί μια φοβερή σκέψη μου πέρασε απ' το νου:
«Τι ώρα είναι;»
Α! Τι ώρα είναι; Τι ώρα;… γιατί, τελικά, αύριο βράδυ έντεκα η ώρα θα μπορούσε νάναι σήμερα… Θα μπορούσε νάναι τώρα αμέσως… αυτή τη στιγμή!… α! ποιος θα μπορούσε να μας πει τι ώρα είναι!… Μου φαίνεται πως είμαστε κλεισμένοι σ' αυτήν την κόλαση εδώ και μέρες… πολλές μέρες… εδώ και πολλά χρόνια… από την αρχή του κόσμου… από πάντα… Ίσως από στιγμή σε στιγμή τα πάντα ανατιναχτούν!… Α!… Ένας θόρυβος!… Ένα τρίξιμο!… Ακούσατε κύριε;… Εκεί! Εκεί… στη γωνία!… Μεγαλοδύναμοι Θεοί!… κάτι σαν μηχανικός θόρυβος!… Ξανά!… Α! Φως!… Ίσως είναι ο μηχανισμός της ανατίναξης!… σας μιλάω: ακούστηκε ένα τρίξιμο… μα είστε κουφός;
Ο κύριος ντε Σανιύ και εγώ αρχίσαμε να φωνάζουμε σαν τρελοί… Έχουμε πανικοβληθεί… σκαρφαλώνουμε σερνόμενοι στα σκαλοπάτια… Ίσως εκεί πάνω η καταπακτή να 'χει κλείσει ξανά! Ίσως γι' αυτό είναι τόσο σκοτεινά… Αχ! Να βγούμε απ' αυτό το σκοτάδι… Αχ! να βγούμε απ' το σκοτάδι! να βγούμε απ' το σκοτάδι!… Αχ!… να ξαναβρίσκαμε τη θανάσιμη φωτεινότητα της αίθουσας με τους καθρέφτες!…
…Αλλά… να… φτάσαμε στην κορυφή της σκάλας… όχι, η καταπακτή δεν είναι κλειστή, τώρα όμως και η αίθουσα με τους καθρέφτες είναι σκοτεινή όπως και το υπόγειο που μόλις εγκαταλείψαμε!… Βγαίνουμε τελείως από το υπόγειο… σερνόμαστε πάνω στο πάτωμα της αίθουσας των βασανιστηρίων… το πάτωμα που μας χωρίζει απ' αυτήν την πυριτιδαποθήκη!…, τι ώρα όμως είναι;;;… Φωνάζουμε, τους φωνάζουμε!… Ο κύριος ντε Σανιύ με όσες δυνάμεις του απέμειναν φωνάζει: «Κριστίν!… Κριστίν!…» Και εγώ φωνάζω τον Ερίκ!… του θυμίζω πως του έχω σώσει τη ζωή!… Όμως κανείς δε μας απαντά, κανείς!… Τίποτα δεν υπάρχει πέρα απ' την απελπισία μας… από την τρέλα μας… τι ώρα είναι;… «Αύριο βράδυ στις έντεκα η ώρα!…» Συζητάμε… Προσπαθούμε να υπολογίσουμε πόσον καιρό βρισκόμαστε εδώ μέσα… όμως δεν είμαστε σε θέση να σκεφτούμε… Αχ! να μπορούσαμε να βλέπαμε το καντράν ενός ρολογιού με τους λεπτοδείχτες του να προχωρούν!… Τι υπέροχο θέαμα!… Το ρολόι μου έχει σταματήσει εδώ και πολύ ώρα… όμως το ρολόι του κυρίου ντε Σανιύ δουλεύει ακόμη!… Μου είπε πως το είχε κουρδίσει όταν ετοιμαζόταν να έρθει στην Όπερα… Προσπαθούσαμε, με βάση αυτό το στοιχείο, να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα που να μας κάνει να ελπίζουμε ότι ακόμη δεν είχε φτάσει η μοιραία ώρα…
…Ο παραμικρότερος θόρυβος, η παραμικρότερη υποψία θορύβου από την πυριτιδαποθήκη μάς ρίχνει στην πιο φριχτή αγωνία… Τι ώρα είναι;… Δεν έχουμε πια ούτε ένα σπίρτο… Κι όμως, έπρεπε να μάθουμε… Ο κύριος ντε Σανιύ σκέφτεται να σπάσει το τζάμι του ρολογιού του και να ψηλαφίσει τους δείχτες… Απόλυτη σιωπή καθώς ψηλαφίζει… Από τη θέση των δεικτών βγάζει το συμπέρασμα πως είναι έντεκα…
Όμως, μπορεί η ώρα έντεκα που φοβόμαστε να 'χει κιόλας περάσει… έτσι δεν είναι;… Ίσως είναι έντεκα το πρωί… κι έτσι έχουμε ακόμη μπροστά μας δώδεκα ώρες.
Ξαφνικά φωνάζω:
«Ησυχία!»
Μου φάνηκε πως άκουσα βήματα στο διπλανό δωμάτιο.
Δεν έκανα λάθος! Ακούω θόρυβο από πόρτες και βιαστικά βήματα. Χτυπούν τον τοίχο. Ακούγεται η φωνή της Κριστίν Ντααέ:
«Ραούλ! Ραούλ!»
Α! Τώρα φωνάζουμε όλοι μαζί κι απ' τις δυο μεριές του τοίχου. Η Κριστίν κλαίει με λυγμούς, δεν ήξερε αν θα ξανάβρισκε τον κύριο ντε Σανιύ ζωντανό!… Το τέρας φαίνεται πως φέρθηκε απαίσια… Ήταν σ' ένα διαρκές παραλήρημα περιμένοντας να του πει το «Ναι» που αυτή του αρνιόταν… Ωστόσο, του υποσχόταν αυτό το «Ναι» φτάνει να την οδηγούσε στην αίθουσα των βασανιστηρίων!… Αλλά, εκείνος επέμενε πεισματικά στην άρνησή του, εξαπολύοντας φοβερές απειλές εναντίον όλης της ανθρωπότητας… Τελικά, μετά από ατέλειωτες ώρες μέσα σ' αυτήν την κόλαση, βγήκε, για να την αφήσει μόνη να σκεφτεί… για τελευταία φορά…
… Ώρες ατέλειωτες…
«Τι ώρα είναι; Τι ώρα είναι, Κριστίν;»
«Είναι έντεκα!… Έντεκα παρά πέντε!…»
«Βράδυ ή πρωί;»
«Είναι η ώρα που πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο! Μου το είπε φεύγοντας», λέει η γεμάτη αγωνία φωνή της Κριστίν… «Είναι τρομερός!… Παραληρούσε… έβγαλε τη μάσκα του και τα χρυσά του μάτια έβγαζαν φλόγες! Και γελούσε! όλο γελούσε!… Γελώντας σαν μεθυσμένος δαίμονας μου είπε: “Πέντε λεφτά! Σ' αφήνω μόνη σου εξαιτίας της γνωστής ντροπής!… Δε θέλω να κοκκινίσεις, όπως όλες οι ντροπαλές αρραβωνιαστικές, όταν μου πεις το Ναι!… Διάβολε! ξέρω όλους του κανόνες της καλής συμπεριφοράς!” Σας λέω πως ήταν ένας μεθυσμένος δαίμονας!… “Να, κοίτα (είπε κι έβαλε το χέρι του μέσα στο μικρό σακούλι της ζωής και του Θανάτου). Να το μικρό μπρούτζινο κλειδί που ανοίγει τα εβένινα κουτιά που βρίσκονται πάνω στο τζάκι του δωματίου «Λουί Φιλίπ»… Μέσα σ' ένα απ' αυτά τα κουτιά Θα βρεις ένα σκορπιό και στο άλλο μιαν ακρίδα, δυο πολύ καλές μπρούτζινες απομιμήσεις από την Ιαπωνία. Πρόκειται για ζώα που λένε ναι και όχι! Μ' άλλα λόγια δεν έχεις παρά να γυρίσεις τον σκορπιό πάνω στη βάση του… αυτό Θα σημαίνει για μένα, όταν Θα επιστρέψω στο δωμάτιο του «Λουί Φιλίπ», στο δωμάτιο των αρραβώνων: Ναι!… Η ακρίδα, αν γυρίσεις την ακρίδα, αυτό Θα σημαίνει: Όχι! τότε Θα καταλάβω πως απαντάς όχι, όταν επιστρέψω στο δωμάτιο του «Λουί Φιλίπ», στο δωμάτιο του Θανάτου!…” Και γελούσε σαν μεθυσμένος δαίμονας! Εγώ δεν έκανα τίποτ' άλλο από το να τον παρακαλώ γονατιστή να μου δώσει το κλειδί της αίθουσας των βασανιστηρίων, δίνοντας του το λόγο μου πως, αν μου το έδινε, θα γινόμουν η γυναίκα του… για πάντα… Όμως, γελώντας σαν μεθυσμένος δαίμονας, μ' άφησε, λέγοντας μου πως δε θα επέστρεφε πριν περάσουν πέντε λεπτά, γιατί ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει ένας τζέντλεμαν σε παρόμοιες περιπτώσεις!… Α ναι! Πριν φύγει μου φώναξε ξανά: “Την ακρίδα! Πρόσεχε την ακρίδα! Αυτό που θα κάνεις δε θάναι μια απλή περιστροφή της ακρίδας, θάναι μια ανατίναξη! Θα τα τινάξεις όλα στον αέρα!”…»
Читать дальше