«Δε θα βγούμε ποτέ απ' αυτό το δάσος!» αναστέναξε.
Η απελπισία του όλο και μεγάλωνε κι όσο μεγάλωνε η απελπισία του τόσο ξεχνούσε πως είχε να κάνει με καθρέφτες και άρχιζε πραγματικά να πιστεύει πως βρισκόταν αιχμάλωτος σ' ένα πραγματικό δάσος.
Εγώ ξανάρχισα να ψάχνω… να ψηλαφίζω… Σιγά σιγά, άρχιζε να με καταλαμβάνει και μένα ο πανικός… γιατί δεν έβρισκα τίποτα… απολύτως τίποτα… Στο διπλανό δωμάτιο δεν ακουγόταν τίποτα. Είχαμε χαθεί για τα καλά μέσα σ' αυτό το δάσος… χωρίς έξοδο… χωρίς μπούσουλα… χωρίς οδηγό… χωρίς τίποτα. Ω! ήξερα καλά τι μας περίμενε αν δεν ερχόταν κάποιος να μας βοηθήσει… ή αν δεν ανακάλυπτα το μοχλό… Όμως, έψαχνα προσεχτικά, αλλά δεν έβρισκα τίποτα… παρά μόνο κλαδιά… θαυμάσια, όμορφα κλαδιά που ορθώνονταν μπροστά μου ή που έσκυβαν προστατευτικά πάνω απ' το κεφάλι μου… δίχως ωστόσο, να κάνουν σκιά! Ήταν φυσικό άλλωστε, αφού βρισκόμασταν σ' ένα τροπικό δάσος, με τον ήλιο να καίει κάθετα πάνω απ' τα κεφάλια μας… σ' ένα δάσος του Κογκό…
Πολλές φορές, ο υποκόμης ντε Σανιύ και εγώ βγάλαμε τα ρούχα μας και μετά τα ξαναβάλαμε, βρίσκοντας άλλοτε πως μας ζέσταιναν κι άλλοτε πως μας προστάτευαν κάπως από τη ζέστη.
Εγώ δεν είχα χάσει ακόμη τελείως το ηθικό μου, ο κύριος ντε Σανιύ όμως έμοιαζε εντελώς «φευγάτος». Έλεγε πως είχαν κιόλας περάσει τρεις μέρες και τρεις νύχτες που περπατούσε μέσα σ' αυτό το δάσος ψάχνοντας την Κριστίν Ντααέ. Πότε πότε, νόμιζε πως την έβλεπε πίσω από κάποιον κορμό, ή ανάμεσα στα κλαδιά ενός δέντρου και τότε άρχιζε να λέει λόγια που μου 'φερναν δάκρυα στα μάτια: «Κριστίν!… Κριστίν!» έλεγε, «γιατί μου φεύγεις; Δε μ' αγαπάς;… Δεν είμαστε αρραβωνιασμένοι;… Κριστίν, σταμάτα!… Βλέπεις πως είμαι εξαντλημένος!… Κριστίν, λυπήσου με!… Θα πεθάνω μέσ' στο δάσος… μακριά σου!…»
«Ω! πόσο διψάω», είπε τελικά παραληρώντας.
Και εγώ διψούσα… Ο λαιμός μου έκαιγε…
Ωστόσο, αυτό δε μ' εμπόδιζε να συνεχίζω το ψάξιμο. Ήμουν τώρα ξαπλωμένος στο πάτωμα κι έψαχνα… έψαχνα… έψαχνα το μοχλό που θ' άνοιγε την αόρατη πόρτα… έψαχνα πιο εντατικά τώρα γιατί ήξερα πως όσο πλησίαζε η νύχτα η παράνομη μας σ' αυτό το δάσος γινόταν περισσότερο επικίνδυνη… Ήδη το σκοτάδι της νύχτας άρχιζε να μας τυλίγει… Αυτό έγινε πολύ γρήγορα! Η νύχτα στα τροπικά μέρη πέφτει… ξαφνικά… με ελάχιστο σούρουπο…
Η νύχτα στα τροπικά μέρη είναι πάντα πολύ επικίνδυνη, ιδιαίτερα όταν, όπως συνέβαινε με μας, δεν μπορούσε κανείς ν' ανάψει μια φωτιά για ν' απομακρύνει τ' άγρια θηρία. Είχα προσπαθήσει, εγκαταλείποντας για μια στιγμή την αναζήτηση του μοχλού, να σπάσω μερικά κλαδιά για ν' ανάψω φωτιά, όμως και εγώ σκόνταψα στους περίφημους καθρέφτες κι αυτό μου θύμισε πως είχαμε να κάνουμε με εικόνες κλαδιών και όχι με πραγματικά κλαδιά…
Η μέρα πέρασε, όχι όμως και η ζέστη… αντίθετα… Τώρα έκανε ακόμη περισσότερο ζέστη κάτω από το μπλε φως του φεγγαριού. Συμβούλεψα τον υποκόμη να κρατά τα όπλα μας, έτοιμος να πυροβολήσει και να μην απομακρυνθεί όσο εγώ θα ψάχνω για το μοχλό.
Ξάφνου, ακούστηκε ο βρυχηθμός ενός λιονταριού, μόλις μερικά βήματα από μας. Το ουρλιαχτό του ξέσκισε τ' αφτιά μας.
«Ω!» έκανε ο υποκόμης χαμηλόφωνα, «είναι κοντά!… Δεν το βλέπετε;… εκεί πίσω απ' τα δέντρα!… μεσ' στη θυμωνιά… Αν ακουστεί ξανά θα πυροβολήσω!…»
Ο βρυχηθμός ακούστηκε, τρομερότερος κι ο υποκόμης πυροβόλησε, όμως δεν πιστεύω πως πέτυχε το λιοντάρι. Το μόνο που κατάφερε ήταν να σπάσει έναν καθρέφτη· αυτό το διαπίστωσα την επομένη το πρωί. Στη διάρκεια της νύχτας θα πρέπει να περπατήσαμε πολύ, γιατί ξάφνου βρεθήκαμε μπρος σε μια έρημο, μια τεράστια έρημο από άμμο, πέτρες και βράχια. Δεν άξιζε τον κόπο να βγούμε απ' το δάσος για να βρεθούμε στην έρημο. Άλλωστε και εγώ, κουρασμένος, αποκαμωμένος πια από το να ψάχνω το μοχλό που δεν έβρισκα, είχα ξαπλώσει πλάι στον υποκόμη.
Με είχε ξαφνιάσει το γεγονός, και το είπα στον υποκόμη, πώς δεν είχαμε άλλες κακές συναντήσεις στη διάρκεια της νύχτας. Κανονικά, μετά το λιοντάρι υπήρχε η λεοπάρδαλη και μετά, μερικές φορές, το βουητό της μύγας τσε-τσε. Ήταν πολύ εύκολο να δημιουργηθούν αυτά τα εφέ και εξήγησα στον κύριο ντε Σανιύ, ενώ ξεκουραζόμασταν πριν διασχίσουμε την έρημο, πως ο Ερίκ προκαλούσε το βρυχηθμό του λιονταριού μ' ένα μακρύ τύμπανο που μόνο η μια άκρη του καλυπτόταν από δέρμα γαϊδάρου. Πάνω σ' αυτό το δέρμα, ένα σκοινί από έντερο, δεμένο στη μέση με ένα άλλο, ίδιο σκοινί, το οποίο περνά κατά μήκος του τύμπανου. Ο Ερίκ δεν έχει παρά να τρίψει αυτό το σκοινί μ' ένα ειδικό γάντι, αλειμμένο με κολοφώνιο και ανάλογα με τον τρόπο που θα το τρίψει θα ακουστεί είτε η φωνή του λιονταριού, είτε της λεοπάρδαλης, είτε ακόμη, το βουητό της μύγας τσε-τσε.
Читать дальше