Τελικά, ακούστηκε ξανά η φωνή του Ερίκ, γλυκιά αυτή τη φορά, αγγελική:
«Τα δυο λεπτά πέρασαν… αντίο, δεσποινίς!… Τινάξου ακρίδα!…»
«Ερίκ», φώναξε η Κριστίν, που θα πρέπει να συγκράτησε το χέρι του τέρατος, «ορκίσου μου τέρας, ορκίσου μου στον κολασμένο έρωτά σου, πως πραγματικά ο σκορπιός είναι αυτός που πρέπει να γυρίσουμε…»
«Ναι, για να εκτιναχτούμε στους γάμους μας…»
«Α! Βλέπεις λοιπόν πως θ' ανατιναχτούμε!»
«Θα εκτιναχτούμε στη σφαίρα της ευτυχίας των γάμων μας, αθώο μου παιδί!… Ο σκορπιός ανοίγει το χορό!… Όμως αρκετά!… Δε θες το σκορπιό; Δική μου τότε η ακρίδα!»
«Ερίκ!…»
«Αρκετά!…»
Είχα προσθέσει τις φωνές μου σ' αυτές της Κριστίν. Ο κύριος ντε Σανιύ, πάντα γονατιστός εξακολουθούσε να προσεύχεται…
«Ερίκ! Γύρισα το σκορπιό!!…»
Α! Τι ατέλειωτο δευτερόλεπτο που ζήσαμε!
Περιμένοντας!
Περιμένοντας να γίνουμε συντρίμμια μέσα σε βροντές κι ερείπια…
Περιμένοντας να πέσουν κάτω απ' τα πόδια μας, μέσα στο ανοιχτό βάραθρο… διάφορα πράγματα… πράγματα που θα μπορούσαν νάναι η αρχή της αποθέωσης της φρίκης… γιατί, από την ανοιχτή καταπακτή μέσ' στα σκοτάδια… μαύρη τρύπα μέσ' στα μαύρα σκοτάδια… ακούσαμε ένα ανησυχητικό σφύριγμα — σαν το θόρυβο που κάνει το αναμμένο φυτίλι- που γινόταν ολοένα και δυνατότερο…
…Στην αρχή ήταν αδύναμο… μετά ο θόρυβος έγινε πιο βαθύς… μετά πολύ δυνατός…
Μα, ακούστε! Ακούστε! και κρατήστε και με τα δυο σας χέρια την καρδιά σας που είναι έτοιμη να σπάσει μαζί με πολλές άλλες…
Μήπως ήταν ο θόρυβος από νερό;…
Στην καταπακτή! πάμε στην καταπακτή!
Ακούστε! Ακούστε!
Τώρα κάνει γκλου γκλου… γκλου γκλου…
Στην καταπακτή!… στην καταπακτή!… στην καταπακτή!…
Τι δροσιά!
Α! Η δροσιά! πάμε στη δροσιά! Όλη μας η δίψα, που ο τρόμος της φοβερής ανακάλυψης είχε διώξει, ξανάρχεται πιο δυνατή, μαζί με το θόρυβο του νερού.
Το νερό! το νερό! το νερό που ανεβαίνει!…
Που ανεβαίνει μέσα στο υπόγειο, που σκεπάζει τα βαρέλια, όλα τα γεμάτα μπαρούτι βαρέλια (βαρέλια! βαρέλια!… έχετε βαρέλια για πούλημα;) νερό!… το νερό που προχωράμε ν' αντιμετωπίσουμε με στεγνά λαρύγγια… το νερό που ανεβαίνει μέχρι τα σαγόνια μας, μέχρι τα στόματά μας…
Και πίνουμε… Στο βάθος του υπογείου, πίνουμε, πίνουμε την κάβα…
Ξανανεβαίνουμε, ανεβαίνουμε τη σκάλα που είχαμε κατεβεί για να βρούμε το νερό και που ξανανεβαίνουμε μαζί με το νερό.
Πραγματικά, εδώ έχουμε μπόλικο βρεγμένο μπαρούτι, μπαρούτι που χάθηκε κάτω από τεράστιες ποσότητες νερού!… Ωραία δουλειά! Δεν είναι το νερό που λείπει από το σπίτι της Λίμνης! Αν αυτό συνεχιστεί, όλη η λίμνη θα μπει στο υπόγειο…
Γιατί, εδώ που τα λέμε, τώρα πια δεν ξέρει κανείς πού θα σταματήσει…
Να που βγήκαμε από το υπόγειο και το νερό εξακολουθεί πάντα ν' ανεβαίνει…
Τώρα, το νερό βγαίνει απ' το υπόγειο, απλώνεται στο πάτωμα…
Αν συνεχιστεί έτσι, σε λίγο όλο το σπίτι της Λίμνης θα πλημμυρίσει. Το δάπεδο της αίθουσας με τους καθρέφτες έχει γίνει κι αυτό μια μικρή λίμνη, που στα νερά της πλατσουρίζουν τα πόδια μας. Φτάνει τόσο νερό! Πρέπει τώρα ο Ερίκ να κλείσει τη στρόφιγγα: Ερίκ! Ερίκ! Δε χρειάζεται άλλο νερό! Γύρνα τη στρόφιγγα. Κλείσε το σκορπιό!
Όμως, ο Ερίκ δεν απαντά… Δεν ακούμε πια τίποτ' άλλο πέρα από το νερό που ανεβαίνει… τώρα έχει φτάσει μέχρι τη μέση της γάμπας μας!…
«Κριστίν! Κριστίν! το νερό ανεβαίνει! ανέβηκε μέχρι τα γόνατα μας», φωνάζει ο κύριος ντε Σανιύ!
Όμως η Κριστίν δεν απαντά… δεν ακούγεται τίποτ' άλλο πέρα απότο νερό που ολοένα ανεβαίνει.
Τίποτα! Τίποτα! τίποτα δεν ακούγεται στο πλαϊνό δωμάτιο… Δεν είναι πια κανείς εκεί! Κανείς για να κλείσει τη βρύση! κανείς για να κλείσει το σκορπιό!
Είμαστε ολομόναχοι, μέσα στο μαύρο σκοτάδι, μαζί με το μαύρο νερό που μας παρασύρει, που σκαρφαλώνει, που μας παγώνει! Ερίκ! Ερίκ! Κριστίν! Κριστίν!
Τώρα δε πατώνουμε πια και στριφογυρνάμε μέσα στο νερό, παρασυρμένοι στη δίνη του, γιατί το νερό στριφογυρνά μαζί μας και μεις χτυπιόμαστε στους μαύρους καθρέφτες… και με τους λαιμούς μας ανασηκωμένους ουρλιάζουμε…
Θα πεθάνουμε εδώ άραγε; πνιγμένοι μέσα στην αίθουσα των βασανιστηρίων;… Ποτέ μου δεν είχα δει κάτι τέτοιο! Τον καιρό των Ρόδινων Ωρών του Μαζεντεράν, ο Ερίκ, ποτέ δε μου 'χε δείξει κάτι τέτοιο από το μικρό αόρατο παράθυρο!… Ερίκ! Ερίκ! Σου 'χω σώσει τη ζωή! Το θυμάσαι;… Ήσουν καταδικασμένος!… Θα πέθαινες!… Σου άνοιξα τις πόρτες της ζωής!… Ερίκ!…
Α! Στριφογυρνούσαμε μέσ' στο νερό… έρμαια της δίνης του…
Όμως, ξάφνου έπιασα με τα χέρια μου τον κορμό του σιδερένιου δέντρου!… και φωνάζω τον κύριο ντε Σανιύ… και να 'μαστε και οι δυο μας γραπωμένοι στο κλαδί του σιδερένιου δέντρου…
Читать дальше