Την κηδεία του την παρακολούθησε κι ο γιατρός που έλεγε:
– Αυτός ο άνθρωπος, αν έκοβε το κρασί κι αν έκανε και μερικά κλύσματα, θα ζούσε ακόμη!
Όπου, ένας από τους συγγενείς του πεθαμένου δεν κρατήθηκε και του φώναξε:
– Τι μας τα λες αυτά τώρα; Δεν ωφελούν σε τίποτα. Έπρεπε να δίνεις τις συμβουλές σου όταν κοιτούσες τον άρρωστο.
Κι είχε δίκιο, γιατί όταν δεν βοηθήσεις κάποιον, την ώρα της ανάγκης του, αργότερα η βοήθειά σου είναι περιττή.
Κάποτε, μια μαϊμού πηδώντας από δέντρο σε δέντρο, έφτασε στην ακροθαλασσιά κι εκεί κάθισε πάνω σ' ένα χοντρό κλαδί και κοιτούσε τους ψαράδες.
Είχανε ρίξει από τη νύχτα τα παραγάδια τους και τώρα τα τραβούσαν έξω, χωμένοι ως τη μέση στο νερό, και σιγά-σιγά, εκείνα έβγαιναν στην επιφάνεια, γεμάτα ψάρια. Οι ψαράδες τα έσυραν στην αμμουδιά κι έπειτα πήγαν να πλαγιάσουν κάτω από κάτι δέντρα, για να ξεκουραστούν, κι εκεί τους πήρε ο ύπνος.
Η μαϊμού, που τους είχε παρακολουθήσει, χωρίς εκείνοι να την αντιληφθούν, όταν τους είδε να ξεμακραίνουν, κατέβηκε από το δεντρί της, πήγε κοντά στα δίχτυα και κοιτούσε τα πιασμένα ψάρια, που σπαρταρούσαν ακόμα.
«Όμορφη δουλειά είναι αυτή και πολύ εύκολη», είπε μέσα της. «Ρίχνεις αυτό το πράγμα στη θάλασσα, κι έπειτα το σέρνεις στην αμμουδιά και έχει τόσα ψάρια ώστε μπορούν να φάνε και να χορτάσουν δέκα μαϊμούδες».
Αποφάσισε λοιπόν να κάνει κι αυτή το ίδιο και βάλθηκε να ρίξει τα δίχτυα στη θάλασσα. Αλλά, καθώς ήταν άμαθη από τέτοια, όπως τα 'σερνε από δω και από κει, βρέθηκε πιασμένη μέσα στα δίχτυα και δεν μπορούσε πια να βγει, όσο και αν πάλευε.
«Καλά να πάθω!», είπε μέσα της. «Αφού δεν ξέρω να ψαρεύω, τι μου ήρθε να κάνω τον ψαρά;»
Μια φορά, ένας πουλολόγος πήρε τις ξόβεργές του και πήγε να τις στήσει στο δάσος, για να πιάσει κανένα πουλί.
Προχωρούσε λοιπόν ανάμεσα στα δέντρα και κοιτούσε ψηλά, για να δει κανένα πουλί, που ν' άξιζε τον κόπο να το πιάσει.
Γιατί αυτή ήταν η δουλειά του: ετοίμαζε ξόβεργες, τις έστηνε μέσα στο δάσος, έπιανε πουλιά κι άλλα τα έτρωγε κι άλλα τα πουλούσε.
Ποτέ του δεν είχε σκεφτεί πως αυτό που έκανε ήταν κακό, γιατί τα καημένα τα πουλιά δεν του είχανε φταίξει σε τίποτα κι ότι δεν είχαν καμιά διάθεση να κλειστούνε σε κλουβιά, ούτε, πολύ περισσότερο, να σκοτωθούν και να φαγωθούν. Αυτός, νόμιζε πως έκανε τη δουλειά του.
Προχωρούσε, λοιπόν, μέσα στο δάσος, εκείνη την ημέρα και κοιτούσε ψηλά, ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, για ν' ανακαλύψει κανένα πουλί, που ν' αξίζει τον κόπο να το πιάσει.
Ξάφνου, είδε μια ωραιότατη τσίχλα, με πολύχρωμα φτερά, πάνω σ' ένα κλαδί.
«Αυτή θα την πουλήσω πολύ ακριβά», είπε μέσα του κι ετοιμάστηκε να στήσει τις ξόβεργές του για να την πιάσει.
Αλλά, καθώς είχε τα μάτια του καρφωμένα πάνω στο πουλί, δεν πρόσεχε καταγής, κι έτσι πάτησε στην ουρά ένα φαρμακερό φίδι.
Το φίδι σήκωσε το κεφάλι του θυμωμένο και τον δάγκασε δυνατά στο πόδι, που μούδιασε αμέσως, πρήστηκε κι ο πουλολόγος σωριάστηκε καταγής.
Την ώρα που ξεψυχούσε, μουρμούρισε:
– Άλλον κυνηγούσα να πιάσω κι άλλος με κυνήγησε και μ' έπιασε και τώρα θα πεθάνω….
Κι έτσι την έπαθε ο πουλολόγος που κυνηγούσε τ' αθώα τα πουλάκια.
Ζούσανε μια φορά, σε μια πολιτεία, δυο εχθροί θανάσιμοι.
Δεν ήθελαν να βλέπουν ο ένας τον άλλον και, κάθε μέρα, στην προσευχή τους παρακαλούσε ο καθένας τους να βρει μεγάλο κακό τον άλλον.
Πολλοί προσπάθησαν να τους συμφιλιώσουν, αλλά στάθηκε αδύνατο, γιατί το μίσος τους ήτανε τρομερό.
Όπου, έτυχε κάποτε να χρειαστεί να ταξιδέψουν κι η τύχη θέλησε να μπούνε στο ίδιο καράβι.
Βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, αναγκάστηκαν, θέλοντας και μη, να μείνουν απάνω στο καράβι. Παρακάλεσαν όμως τον καπετάνιο του να τους βάλει να μείνουν όσο πιο μακριά μπορούσε τον ένα από τον άλλο και του εξήγησαν για ποιο λόγο του ζητούσαν αυτή τη χάρη.
– Πολύ καλά, είπε ο καπετάνιος του καραβιού. Ο ένας σας θα μείνει στην πλώρη κι ο άλλος στην πρύμνη.
Ξαφνικά όμως, μια μέρα, ξέσπασε φοβερή θύελλα. Ο ουρανός μαύρισε από τα σύννεφα, ο άνεμος ούρλιαζε, έπεφταν αστροπελέκια, η θάλασσα σήκωνε κύματα όμοια με βουνά και το καράβι έτριζε ολόκληρο. Είχανε κατεβάσει τα πανιά, αλλ' έσπασε το κατάρτι, έπειτα το τιμόνι και το καράβι απόμεινε ακυβέρνητο.
Μέσα σ' εκείνη την κοσμοχαλασιά, ο ταξιδιώτης, που έμενε στην πρύμνη, έπιασε τον καπετάνιο και τον ρώτησε:
– Αν βουλιάξει το καράβι, ποιο μέρος του θα βυθιστεί πρώτο στα νερά;
Читать дальше