Αλλ' ο κύκνος όταν προαισθάνθηκε το θάνατο του άρχισε να κελαηδάει τόσο μελωδικά, ώστε έτρεξε ο αφέντης του και τον γλίτωσε.
Όσο για τη χήνα, έγινε περίφημη ψητή.
Ένα φίδι ζούσε σε μιαν ακρογιαλιά, ανάμεσα στις πέτρες και στους θάμνους. Σ' εκείνη την ακρογιαλιά συνήθιζε να κάνει τον περίπατο του κι ένας κάβουρας, που είχε τη φωλιά του κάτω από μια μεγάλη πέτρα, μισοβυθισμένη στο νερό.
Ο κάβουρας, που ήταν από φυσικού του καλός, έπιασε φιλίες με το φίδι και συχνά το βοηθούσε, αν του παρουσιαζότανε καμιά ανάγκη.
Αλλά το φίδι, που ήταν από φυσικού του κακό και πονηρό, δεν φερνότανε τίμια στον κάβουρα. Όσο τον είχε ανάγκη, του έκανε το φίλο, κι όταν δεν τον είχε πια ανάγκη, προσπαθούσε πάντοτε να τον πειράξει, ή να τον βλάψει,
– Δεν κάνεις καλά που μου φέρνεσαι έτσι, το συμβούλευε ο κάβουρας. Ποτέ ο κακός κι ο πονηρός δεν πετυχαίνουν στη ζωή τους.
– Με παρεξηγείς, έλεγε το φίδι.
– Δεν σε παρεξηγώ καθόλου. Σε κατάλαβα από καιρό πόσο κακό και πονηρό είσαι, αλλά κάνω υπομονή, μήπως διορθωθείς.
Αλλά το φίδι δεν διορθωνότανε κι όλο πείραζε, ή προσπαθούσε να βλάψει τον κάβουρα, ώσπου κι εκείνος έχασε πια την υπομονή του και, μια μέρα που είχε κουλουριαστεί γύρω του για να τον πνίξει, ο κάβουρας το άρπαξε με τις δαγκάνες του από το λαιμό και το 'πνιξε.
Το φίδι σπάραξε λίγο κι έπειτα έμεινε ακίνητο, ολόισιο, σαν βέργα. Ο κάβουρας το κοίταξε για λίγο, κουνώντας το κεφάλι του κι έπειτα είπε:
– Δεν σ' ωφελεί σε τίποτα να μένεις τώρα ολόισιο! Έπρεπε να είσαι ίσιο όσο ζούσες και να μην κάνεις πονηριές και κακίες. Αν δεν σου άρεσε να κουλουριάζεσαι γύρω από τους φίλους σου, για να τους πνίξεις, τώρα θα ζούσες ακόμα.
Αλλ' ήταν αργά για να διορθώσει τον διεστραμμένο χαρακτήρα του το φίδι.
Κάποτε, στα παλιά, τα πολύ παλιά χρόνια, ο χειμώνας κι η άνοιξη μάλωσαν.
– Δεν αξίζεις τίποτα! της έλεγε ο χειμώνας.
– Εγώ δεν αξίζω; Και γιατί; ρώτησε απορώντας η άνοιξη.
– Γιατί, όταν έρχεσαι στη γη, όλοι οι άνθρωποι χάνουν την ησυχία τους. Άλλοι βγαίνουν στα λιβάδια και στους κήπους να μαζέψουν λουλούδια και τους βλέπεις να τα μυρίζουν και να στολίζουνε μ' αυτά τα μαλλιά τους, σαν να μην είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν. Άλλοι μπαρκάρουν σε καράβια και ξεκινούν για ξένες χώρες, λες και δεν μπορούν πια να ζήσουνε στον τόπο τους. Γι' αυτό σου λέω πως δεν αξίζεις τίποτα. Ξετρελαίνεις όλους τους ανθρώπους και δεν λογαριάζουν πια τίποτα, ούτε ανέμους, ούτε βροχές, ούτε πλημμύρες.
– Ώστε εγώ ξετρελαίνω τους ανθρώπους; ρώτησε η άνοιξη. Και συ τι κάνεις;
– Εγώ είμαι πραγματικός βασιλιάς κι όλοι με φοβούνται, αποκρίθηκε ο χειμώνας. Δεν επιτρέπω σε κανένα να σηκώσει κεφάλι και τους αναγκάζω όλους να κοιτάζουν προς τη γη. Τρέμουν μήπως βραχούν, μήπως τους κάψει αστροπελέκι, μήπως κρυολογήσουν. Πολλές φορές μάλιστα, τους αναγκάζω να κλείνονται μέσα στα σπίτια τους και να μην τολμούν να βγούνε στο δρόμο.
– Μα γι' αυτό ακριβώς, χαίρονται οι άνθρωποι όταν φεύγεις και τρελαίνονται όταν έρχομαι εγώ, του είπε η άνοιξη. Ακόμα και με τ' όνομά μου χαίρονται, γιατί τους φαίνεται πιο όμορφο απ' όλα κι όταν είμαι μακριά και με θυμούνται, δεν βλέπουν την ώρα πότε να γυρίσω!
Το Αγριογούρουνο, το Αλογο κι ο Κυνηγός
Ένα αγριογούρουνο κι ένα άγριο άλογο ζούσανε στο ίδιο μέρος.
Μόλο που είχανε πιάσει φιλίες από τότε που ήταν μικρά ακόμα, δεν μπορούσαν να μονοιάσουν κι όλο μάλωναν. Γιατί το αγριογούρουνο είχε τη συνήθεια, όταν έτρωγε, να τσαλαπατάει με τα πόδια του το χόρτο του λιβαδιού και να σκάβει με το ρύγχος του το χώμα, τόσο, που το άγριο άλογο αηδίαζε και δεν μπορούσε να βοσκήσει.
– Δεν μπορείς να μάθεις να τρως ευγενικά; του έλεγε.
Αλλά το αγριογούρουνο δεν άλλαζε τρόπους.
Το ίδιο γινότανε και με το νερό. Όταν πήγαιναν στην πηγή, να ξεδιψάσουν, το αγριογούρουνο τσαλαβουτούσε με τα πόδια του, σκάλιζε με το ρύγχος του και το κρυσταλλένιο νερό της πηγής γινότανε λάσπη.
– Δεν μπορείς να μάθεις να πίνεις πιο ευγενικά; του έλεγε.
Αλλά το αγριογούρουνο δεν άλλαζε συνήθειες.
Το άγριο άλογο, που δεν μπορούσε πια ν' ανεχθεί αυτή την κατάσταση, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια ενός κυνηγού, γιατί μόνο του, δεν μπορούσε να τα βάλει με το αγριογούρουνο.
– Ευχαρίστως να σε βοηθήσω, του είπε ο κυνηγός. Αλλά, για να μπορέσω να σκοτώσω το αγριογούρουνο, πρέπει να σου βάλω χαλινάρι και να σε καβαλικέψω.
Το άγριο άλογο δέχτηκε.
Ο κυνηγός το σέλωσε, του 'βαλε χαλινάρι, το καβαλίκεψε, κυνήγησε το αγριογούρουνο και το σκότωσε.
Читать дальше