– Γιατί; ρώτησε περίεργος ο γιατρός.
– Γιατί δεν αφήνουν τους αρρώστους να πεθαίνουν. Έφτιασαν μάλιστα κι έναν κατάλογο μ' όλα τα ονόματα των γιατρών. Εγώ όμως σε λυπήθηκα εσένα και τους παρακάλεσα να μη γράψουν τ' όνομά σου γιατί τους ορκίστηκα πως δεν είσαι αληθινός γιατρός…
Ο ανίκανος γιατρός, που μόνο λόγια ήξερε να λέει, έβαλε το κεφάλι του κάτω κι έφυγε, χωρίς να πει τίποτα.
Οι Λύκοι και οι Σκύλοι που συμφιλιώθηκαν
Από τα πολύ παλιά χρόνια, οι λύκοι και οι σκύλοι είναι θανάσιμοι εχθροί.
Κάποτε, όμως, οι λύκοι μαζεύτηκαν σε σύναξη για να δουν τι μπορούσαν να κάνουν, για να γλιτώσουν από το άγριο κυνηγητό των σκύλων.
Αφού είπαν πολλά, που τα βρήκαν δύσκολα να γίνουν, ένας απ' αυτούς είπε:
– Εγώ λέω να συμφιλιωθούμε με τους σκύλους.
Και τους εξήγησε πώς εννοούσε εκείνη τη συμφιλίωση. Οι άλλοι λύκοι δέχτηκαν την πρότασή του, και την άλλη μέρα κιόλας, πήγαν και βρήκαν τους σκύλους.
– Ακούστε, τους είπαν. Εσείς μοιάζετε πολύ μ' εμάς, σαν να είμαστε αδέρφια. Γιατί, λοιπόν, να μη μονοιάσουμε; Ποια είναι η διαφορά που μας χωρίζει; Μόνο η γνώμη, που έχουμε για τη ζωή. Εμάς μας πρέπει να ζούμε ελεύθεροι. Εσείς γίνατε σκλάβοι των ανθρώπων, σκύβετε το κεφάλι μπροστά τους, στέκεστε και σας δέρνουν, δέχεστε να σας δένουν με λουριά από το λαιμό, σας βάζουν και φυλάτε τα πρόβατά τους κι όταν τα σφάζουν, αυτοί τρώνε τα κρέατα και σε σας πετάνε τα κόκαλα. Γιατί λοιπόν να μη μας παραδώσετε όλα τα κοπάδια και να τα 'χουμε συντροφικά; Έτσι θα ζούμε όλοι μαζί ελεύθεροι και θα τρώμε καλά.
Οι σκύλοι βρήκανε λογική την πρόταση των λύκων και τους παράδωσαν όλα τα πρόβατα. Και τότε εκείνοι έπεσαν απάνω τους, τους κατασπάραξαν, κι έπειτα βάλθηκαν να τρώνε και τα πρόβατα με την ησυχία τους.
Στην πλαγιά ενός ψηλού βουνού, φύτρωναν, πλάι-πλάι, ένα έλατο κι ένας βάτος.
Το έλατο ήτανε λαμπαδόκορμο, τα κλαδιά του μακριά, τα βελονωτά φύλλα του καταπράσινα κι ήτανε γεμάτο κουκουνάρια, που υψώνονταν σαν καντήλια προς τον ουρανό και μοσχομύριζε ολόκληρο από ρετσίνα κι ελατίλα.
Ήταν από τα πιο όμορφα δέντρα του μεγάλου εκείνου δάσους κι ο οδοιπόρος, που στεκότανε για να ξεκουραστεί, να κολατσίσει ή να πλαγιάσει κάτω από τον ίσκιο του, ανάσαινε βαθιά το μυρωμένο από την ελατίσια πνοή του αεράκι του βουνού, κι όταν ξάπλωνε στον ίσκιο του και κοιτούσε ψηλά, μέσα από τα πυκνά κλαδιά του, θαρρούσε πως βρισκότανε κάτω από το θόλο μιας καταπράσινης εκκλησίας και τα μάτια του θάμπωναν – τόσο όμορφο ήταν εκείνο το έλατο!
Ο βάτος ο καημένος, που είχε φυτρώσει δίπλα του, είχε απλώσει κι αυτός τ' αγκαθωτά κλαδιά του γύρω του, τα είχε γεμίσει με μικρά, πράσινα φυλλαράκια, είχε αγκαλιαστεί με μιαν άγρια βατομουριά κι όταν στολιζότανε κι αυτή με τα βατόμουρά της, καμάρωνε κι έλεγε πως μπορεί να μην είχε ίσκιο για να δώσει στον οδοιπόρο να ξεκουραστεί, είχε όμως τους νόστιμους, άγριους καρπούς του, που τον δρόσιζαν.
Οι δυο γείτονες, το έλατο κι ο βάτος, όταν δεν είχαν κανένα διαβάτη να περιποιηθούν, κι έμεναν ώρες ολόκληρες ολομόναχοι, έπιαναν τη συζήτηση.
– Είμαι πολύ όμορφο δέντρο, έλεγε δυνατά το έλατο, για ν' ακούει τα λόγια του ο βάτος.
Ο βάτος, ο καημένος, έσκυβε το κεφάλι του και δεν έβγαζε μιλιά.
– Είμαι το πιο όμορφο δέντρο του δάσους, συνέχιζε το έλατο. Πόσο θα με ζηλεύεις, ε;
– Να σε ζηλεύω; Μα γιατί; το ρώτησε απορημένος ο βάτος.
– Εγώ είμαι ψηλό και λυγερό κι όμορφο, έλεγε το έλατο. Από μένα γίνονται οι στέγες των εκκλησιών και τα κατάρτια των καραβιών, που ταξιδεύουν στις απέραντες θάλασσες. Εσύ τι είσαι μπροστά μου;
Το είπε μια φορά, δυο φορές, τρεις – ώσπου ο βάτος δεν κρατήθηκε μια μέρα και του αποκρίθηκε:
– Όταν θα 'ρθουν οι λοτόμοι με τα τσεκούρια τους και θ' αρχίσουν να σε πελεκάνε, θα εύχεσαι να ήσουνα βάτος ταπεινός καλύτερα, παρά περήφανο έλατο.
Μια φορά, ένας γιατρός περιποιόταν έναν άρρωστο.
Πήγαινε κάθε μέρα, στο σπίτι του, τον εξέταζε ώρες ολόκληρες, κι έπειτα κουνούσε το κεφάλι του κι έφευγε, αφού πρώτα πληρωνότανε για τον κόπο του.
Οι συγγενείς του αρρώστου τον ρωτούσαν φοβισμένοι, γιατί έβλεπαν το σοβαρό ύφος που έπαιρνε:
– Τι έχει ο άνθρωπος μας, γιατρέ;
– Δεν έδειξε ακόμα, τους έλεγε εκείνος σοβαρά-σοβαρά κι έφευγε, κουνώντας το κεφάλι του.
Κι όταν εκείνοι ξαναρωτούσαν, ανήσυχοι, τους απαντούσε:
– Σας είπα: Θα δείξει!
Κι ήτανε τόσο σοβαρό το ύφος του, ώστε εκείνοι πίστευαν πως ήτανε πολύ μεγάλος γιατρός και τον πλήρωναν ακριβά, περιμένοντας να δείξει τι αρρώστια είχε ο άνθρωπος τους. Ώσπου, μια μέρα, ο άρρωστος πέθανε.
Читать дальше