Το παλάτι είχε από την μπροστινή του τη μεριά μια πολύ ψηλή, διπλή μαρμαρένια σκάλα.
Τη στιγμή που ανέβαινε το βασιλόπουλο, για να πάει να πάρει τη νύφη, πετιέται ένα μακρύ χέρι από τη μέση της σκάλας, του φράζει το δρόμο και μια δυνατή φωνή τον διατάζει:
– Στάσου! Την πρώτη πήρες, δευτέρα μην αφήσεις, του σκύλου τη γυναίκα μη σκύψεις και φιλήσεις, αν την πάρεις και σκότωσα σε!
Τα χάνει το βασιλόπουλο (теряется царевич; "τα μυαλά χάνει" – разум теряет), χλομιάζει (бледнеет), κοπήκανε τα γόνατα του (подкосились колени его; κόβομαι – истощаться, иссякать), δεν μπορούσε ν' ανεβεί τη σκάλα (не мог подняться по лестнице), τον ανεβάσανε οι αυλικοί και οι υπασπιστές του (его подняли /по лестнице/ придворные и прислужники его; η αυλή – двор) σηκωτό (на руках; σηκωτός – поднятый на руки, носимый на руках; σηκώνω – поднимать, держать). Καταταραγμένος λέει σε γονείς και προσκαλεσμένους (перепуганный, говорит /он/ родителям и приглашённым), που περίμεναν να γίνει ο γάμος (которые ждали, чтобы состоялась свадьба):
– Δεν μπορεί να γίνει αυτός ο γάμος (не может состояться эта свадьба). Σας παρακαλώ (вас прошу) να μου δώσετε τη δεύτερη θυγατέρα σας (чтобы /вы/ мне дали вторую дочь вашу), την πρώτη δεν μπορώ να τη στεφανωθώ… (с первой не могу с ней обвенчаться = с первой я обвенчаться не могу)
Τα χάνει το βασιλόπουλο, χλομιάζει, κοπήκανε τα γόνατα του, δεν μπορούσε ν' ανεβεί τη σκάλα, τον ανεβάσανε οι αυλικοί και οι υπασπιστές του σηκωτό. Καταταραγμένος λέει σε γονείς και προσκαλεσμένους, που περίμεναν να γίνει ο γάμος:
– Δεν μπορεί να γίνει αυτός ο γάμος. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη δεύτερη θυγατέρα σας, την πρώτη δεν μπορώ να τη στεφανωθώ…
Δεν τους εξήγησε όμως το λόγο (не объяснил им, однако, причину).
Τι να κάνει η καημένη η πρώτη βασιλοπούλα; (что поделать несчастной первой царевне?: "что бы сделает несчастная первая царевна?") Πηγαίνει γδύνεται (идёт раздевается), βγάζει το στέμμα της, το νυφικό της (снимает корону свою, свадебное платье своё), και τα φορεί η δεύτερη (и их надевает вторая).
Την παντρεύεται το βασιλόπουλο (на ней женится царевич), την παίρνει και φεύγουνε για τη δική του πατρίδα (её берёт, и /они/ уезжают на его родину; δικός – свой, собственный; δικός μου /σου, του, μας/-мой /твой, его, наш/).
Δεν τους εξήγησε όμως το λόγο.
Τι να κάνει η καημένη η πρώτη βασιλοπούλα; Πηγαίνει γδύνεται, βγάζει το στέμμα της, το νυφικό της, και τα φορεί η δεύτερη.
Την παντρεύεται το βασιλόπουλο, την παίρνει και φεύγουνε για τη δική του πατρίδα.
Μείνανε στο παλάτι (остаются во дворце) η πρώτη και η στερνοκόρη (первая и последняя дочь; στερνός – последний). Αρχίσανε ν' αναρωτιούνται και οι δύο αδερφάδες (начали думать и две сестры; αναρωτιέμαι – задавать себе вопрос, задумываться над вопросом) τι γίνηκε (что случилось) κι άλλαξε γνώμη το βασιλόπουλο (и /что/ изменило мнение царевича). Μα και οι γονείς τους (но и родители их) ήτανε πολύ πικραμένοι (были очень огорчённые).
Μετά από λίγο καιρό (через немногое время), ένα άλλο βασιλόπουλο (другой царевич), από μακρινό βασίλειο (из отдалённого царства), φτάνει στο λιμάνι με το καράβι του (прибывает в гавань с кораблём своим). Βλέπει κι αυτό (видит и он) τις ζωγραφιές στην παραλία (портреты на побережье) και του άρεσε περισσότερο (и ему понравилась больше всего) η πρωτοκόρη του βασιλιά (первая дочь царя).
Μείνανε στο παλάτι η πρώτη και η στερνοκόρη. Αρχίσανε ν' αναρωτιούνται και οι δύο αδερφάδες τι γίνηκε κι άλλαξε γνώμη το βασιλόπουλο. Μα και οι γονιοί τους ήτανε πολύ πικραμένοι.
Μετά από λίγο καιρό, ένα άλλο βασιλόπουλο, από μακρινό βασίλειο, φτάνει στο λιμάνι με το καράβι του. Βλέπει κι αυτό τις ζωγραφιές στην παραλία και του άρεσε περισσότερο η πρωτοκόρη του βασιλιά.
Πήγε κι αυτός (пошёл и он), λοιπόν (итак), με την ακολουθία του (со своей свитой; ακολουθώ – следовать) να επισκεφτεί το βασιλιά (чтобы посетить царя) και να του τη γυρέψει να την πάρει γυναίκα του (и чтобы у него её попросить чтобы её взять женой его = и чтобы попросить царя отдать дочь ему в жёны).
– Μετά χαράς (с удовольствием), λέει ο βασιλιάς (говорит царь), να σου τη δώσω (тебе её дам /в жёны/).
Πήγε κι αυτός, λοιπόν, με την ακολουθία του να επισκεφτεί το βασιλιά και να του τη γυρέψει να την πάρει γυναίκα του.
– Μετά χαράς, λέει ο βασιλιάς, να σου τη δώσω.
Αρχίσανε πάλι τις ετοιμασίες (начали снова приготовления). Ντύθηκε, στολίστηκε η νύφη (оделась, приукрасилась невеста), έφτιαξε καινούριο νυφικό (сделала новое свадебное платье), καλύτερο από το πρώτο (лучше первого), και ορίσανε την ημέρα (и назначили день) που θα γινόταν ο γάμος (в который произойдёт свадьба).
Читать дальше