– Πάω να πάρω τις τρεις χρυσές τρίχες του Δράκου της Ανατολής (еду, чтобы взять три золотых волоса Дракона Востока), του είπε (ему сказал).
– Σαν πας να βρεις το Δράκο (когда пойдёшь и найдёшь Дракона), ρώτα τον (спроси его) γιατί δεν μπορώ να φύγω από δω (почему не могу уйти отсюда) κι είμαι σαν να μ' έχουν δεμένο (и как будто бы меня связали: "и я есть как если бы меня имели связанным").
Μόλις χάραξε η μέρα, συνέχισε το δρόμο του κι έφτασε σ' ένα ποτάμι. Εκεί ήταν ένας βαρκάρης. Την ώρα που τον περνούσε απέναντι, τον ρώτησε πού πάει.
– Πάω να πάρω τις τρεις χρυσές τρίχες του Δράκου της Ανατολής, του είπε.
– Σαν πας να βρεις το Δράκο, ρώτα τον γιατί δεν μπορώ να φύγω από δω κι είμαι σαν να μ' έχουν δεμένο.
Σαν έφτασαν (когда прибыли) στην αντίπερα όχθη (на противоположный берег), το παλικάρι συνέχισε το δρόμο του (мόлодец продолжил свой путь). Το δειλινό τον βρήκε (вечер его застал: "нашёл"; το δειλινό – вечернее время, полдник) στη σπηλιά του Δράκου της Ανατολής (в пещере Дракона Востока). Βγάζει τότε το βοτάνι (вынул тогда растение) που του είχε δώσει η βασιλοπούλα (которое ему дала царевна) και το ρίχνει στην κούπα του Δράκου (и его бросил в чашу Дракона; η κούπα – чаша, кубок). Εκείνη τη στιγμή (в тот /же/ миг) ακούγονται βαριά βήματα (послышались тяжёлые шаги) και το παλικάρι μόλις που προφταίνει (и молодец едва успевает; προφταίνω – успевать) και κρύβεται στον αχυρώνα (и прячется в сарай; ο αχυρώνας / ο αχερώνας – сарай для соломы). Ο δράκος της Ανατολής (дракон Востока) βάζει αμέσως (наливает тотчас: "кладёт тотчас") κρασί στην κούπα του (вино в кубок свой) και το κατεβάζει μονορούφι (и его выпивает одним глотком; μονορούφι – одним глотком, залпом, одним духом). Ύστερα (потом) από λίγο (через немного /времени/) άρχισε να ροχαλίζει (начинает храпеть). Βγαίνει τότε το παλικάρι (приходит тогда мόлодец) και χρατς! (и – хрясь!), του τραβάει τη μια τρίχα (у него вытаскивает один волос).
Σαν έφτασαν στην αντίπερα όχθη, το παλικάρι συνέχισε το δρόμο του. Το δειλινό τον βρήκε στη σπηλιά του Δράκου της Ανατολής. Βγάζει τότε το βοτάνι που του είχε δώσει η βασιλοπούλα και το ρίχνει στην κούπα του Δράκου. Εκείνη τη στιγμή ακούγονται βαριά βήματα και το παλικάρι μόλις που προφταίνει και κρύβεται στον αχυρώνα. Ο δράκος της Ανατολής βάζει αμέσως κρασί στην κούπα του και το κατεβάζει μονορούφι. Ύστερα από λίγο άρχισε να ροχαλίζει. Βγαίνει τότε το παλικάρι και χρατς!, του τραβάει τη μια τρίχα.
– Μ… μ… μ…! μούγκρισε ο Δράκος (прорычал дракон).
– Γιατί στην πολιτεία στερεύει η βρύση; (почему в городе иссякает источник?) ρωτάει το παλικάρι (спрашивает мόлодец).
– Γιατί είναι ένας βάτραχος (потому что есть лягушка) που πίνει το νερό … (которая пьёт воду)
Χρατς, του τραβάει και τη δεύτερη χρυσή τρίχα (у него вытащил и второй золотой волос).
– Μ… μ… μ…!
– Γιατί στην πολιτεία (почему в городе) ξεραίνεται η μηλιά; (высыхает яблоня?)
– Γιατί (потому что) στη ρίζα της (в корне её) είναι ένας ποντικός (есть мышь) και την τρώει … (и её ест)
Χριτς, πάει και η τρίτη τρίχα (пошёл и третий волос).
Μ… μ… μ…!
Γιατί ο βαρκάρης δεν μπορεί να φύγει; (почему лодочник не может уйти?)
– Γιατί πρέπει (потому что нужно), μόλις βάλει άνθρωπο στη βάρκα του (как только посадит: "положит" человека в лодку свою), να πηδήσει πρώτος (чтобы спрыгнул первый) στη στεριά (на сушу) και μετά να πει (и потом чтобы сказал; λέγω ): «Τώρα εσύ θα είσαι ο βαρκάρης… (теперь ты будешь лодочником)»
Κι ο Δράκος συνέχισε (и Дракон продолжил) το βαθύ του ύπνο (глубокий его сон).
– Μ… μ… μ… ! μούγκρισε ο Δράκος.
– Γιατί στην πολιτεία στερεύει η βρύση; ρωτάει το παλικάρι.
– Γιατί είναι ένας βάτραχος που πίνει το νερό … Χρατς, του τραβάει και τη δεύτερη χρυσή τρίχα.
Μ… μ… μ…!
Γιατί στην πολιτεία ξεραίνεται η μηλιά;
– Γιατί στη ρίζα της είναι ένας ποντικός και την τρώει … Χριτς, πάει και η τρίτη τρίχα.
Μ… μ… μ…!
Γιατί ο βαρκάρης δεν μπορεί να φύγει;
– Γιατί πρέπει, μόλις βάλει άνθρωπο στη βάρκα του, να πηδήσει πρώτος στη στεριά και μετά να πει: «Τώρα εσύ θα είσαι ο βαρκάρης…»
Κι ο Δράκος συνέχισε το βαθύ του ύπνο.
Το παιδί πήρε το δρόμο του γυρισμού (юноша отправился обратно: "взял дорогу возвращения"). Μόλις έφτασε στο ποτάμι (едва /он/ прибыл к реке) κι ο βαρκάρης τον πέρασε απέναντι (и лодочник его переправил напротив = на другой берег), του είπε (ему сказал) πώς να λυτρωθεί (как освободиться; λυτρώνω – освобождать, избавлять; το λύτρο – выкуп). Κατόπιν πέρασε κι απ' τις πολιτείες (потом проходил и через города) κι είπε στους ανθρώπους (и сказал людям) γιατί σαπίζουν τα μήλα (почему гниют яблоки) και γιατί στερεύει η βρύση (и почему иссякает источник). Αυτοί, για να τον ευχαριστήσουν (они, чтобы его отблагодарить), του έδωσαν δύο πουγκιά λίρες (ему дали два кошелька лир). Την τρίτη μέρα έφτασε στο παλάτι (на третий день /он/ прибыл во дворец).
Читать дальше