Και το κράτησαν (и его удержали = оставили; κρατώ).
Το σεντούκι ταξίδευε στο ποτάμι, ώσπου σκάλωσε στην καρούτα ενός μύλου. Το βρίσκει τότε η μυλωνού, το ανοίγει και τι να δει!
– Ένα μωρό, ένα όμορφο μωρό, φώναξε και την άκουσε ο μυλωνάς.
– Να το κρατήσουμε,γυναίκα. Εμείς παιδιά δεν έχουμε. Και το κράτησαν.
Τα χρόνια πέρασαν (время прошло; παίρνω), το παιδί μεγάλωσε (ребёнок вырос) κι έγινε ακόμα πιο όμορφο (и стал ещё более красивым; γίνομαι). Μια μέρα (в один день = однажды) βγήκε στα μέρη εκείνα (пришёл в местность ту; βγαίνω) για κυνήγι (для охоты = чтобы поохотиться) ο βασιλιάς (царь). Εκεί που κυνηγούσε (там, где /он/ охотился) έπιασε μια μπόρα δυνατή (пошёл ливень сильный; πιάνω). Ο βασιλιάς μπήκε στο μύλο (царь пришёл на мельницу; μπαίνω) να γλιτώσει απ' την μπόρα (чтобы спастись от ливня; γλιτώνω / γλυτώνω – спасать; спасаться, избавляться) κι είδε το παιδί (и увидел ребёнка; βλέπω).
Τα χρόνια πέρασαν, το παιδί μεγάλωσε κι έγινε ακόμα πιο όμορφο. Μια μέρα βγήκε στα μέρη εκείνα για κυνήγι ο βασιλιάς. Εκεί που κυνηγούσε έπιασε μια μπόρα δυνατή. Ο βασιλιάς μπήκε στο μύλο να γλιτώσει απ' την μπόρα κι είδε το παιδί.
Του μυλωνά παιδί είσαι (мельника /ты/ ребёнок; το παίδι – ребёнок; мальчик; подросток; юноша; сын, дочь), παλικάρι μου; (молодец мой?) το ρώτησε (его спросил).
Το μυλωνά τον έχω σαν πατέρα μου (мельника, его имею как отца моего = мельник мне как отец) και τη μυλωνού σαν μάνα μου (и /жену/ мельника как мать), είπε το παιδί (сказал ребёнок; λέγω) και του διηγήθηκε την ιστορία του (и ему рассказал историю свою).
Ο βασιλιάς αμέσως κατάλαβε (царь тотчас понял; καταλαβαίνω) με ποιον μιλούσε (с кем говорил; μιλώ), μα δεν έδειξε τίποτα (но не показал ничего; δείχνω).
Του μυλωνά παιδί είσαι, παλικάρι μου; το ρώτησε.
Το μυλωνά τον έχω σαν πατέρα μου και τη μυλωνού σαν μάνα μου, είπε το παιδί και του διηγήθηκε την ιστορία του.
Ο βασιλιάς αμέσως κατάλαβε με ποιον μιλούσε, μα δεν έδειξε τίποτα.
– Φαίνεσαι (кажешься) γενναίο κι άξιο παλικάρι (благородным и достойным молодцем), του είπε (ему сказал /царь/; λέγω). Θα σου δώσω ένα γράμμα (/я/ тебе дам письмо) να το πας στο παλάτι (чтобы его пошёл во дворец = чтобы ты отнёс его во дворец; πηγαίνω), στα χέρια της βασίλισσας (в руки царицы). Μπορείς; (Можешь?)
Μόνο μπορώ; (Только могу?) Μετά χαράς, βασιλιά μου! (С радостью, царь мой!)
Πρόσεξε (обрати внимание), όμως (однако), μόνο στα χέρια της βασίλισσας (только в руки царицы), είπε ο βασιλιάς (сказал царь; λέγω) και τα μάτια του άστραφταν (и глаза его сверкали) σαν του έδινε το γράμμα (когда ему давал письмо).
Φαίνεσαι γενναίο κι άξιο παλικάρι, του είπε. Θα σου δώσω ένα γράμμα να το πας στο παλάτι, στα χέρια της βασίλισσας. Μπορείς;
Μόνο μπορώ; Μετά χαράς, βασιλιά μου!
Πρόσεξε, όμως, μόνο στα χέρια της βασίλισσας, είπε ο βασιλιάς και τα μάτια του άστραφταν σαν του έδινε το γράμμα.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει ο νιος (дорогу берёт, дорогу оставляет юноша = юноша идёт то по одной, то по другой дороге), ανεβαίνει ανηφοριές (поднимается в гору), περνά βουνά και ποτάμια (проходит горы и реки), στο τέλος χάνει το δρόμο του (наконец теряет дорогу его = наконец, он заблудился) κι αντί στο παλάτι βρίσκεται σ' ένα φτωχοκάλυβο (и вместо дворца оказывается в бедной лачуге; φτωχός – бедный, нищий).
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει ο νιος, ανεβαίνει ανηφοριές, περνά βουνά και ποτάμια, στο τέλος χάνει το δρόμο του κι αντί στο παλάτι βρίσκεται σ' ένα φτωχοκάλυβο.
Τι γυρεύεις εδώ τέτοια ώρα παιδί πράμα; (что = почему бродишь тут в такое время, дитя, а? πρά(γ)μα – дело; часто употр. в разгов. речи, можно перевести как "а", "ну", "в самом деле", "честное слово") του λέει μια γριούλα (ему говорит старушка; η γριά – старуха) που ζούσε στο φτωχοκάλυβο (которая жила в бедной лачуге).
Πάω για το παλάτι (иду во дворец), μα έχασα το δρόμο μου (но потерял дорогу мою; χάνω). Άσε με να περάσω τη νύχτα (позволь мне провести ночь) στο σπιτικό σου (в доме твоём), παρακάλεσε το παιδί (попросил юноша; το παίδι – ребёнок; мальчик; подросток; юноша; сын, дочь).
Τι γυρεύεις εδώ τέτοια ώρα παιδί πράμα; του λέει μια γριούλα που ζούσε στο φτωχοκάλυβο.
Πάω για το παλάτι, μα έχασα το δρόμο μου. Άσε με να περάσω τη νύχτα στο σπιτικό σου, παρακάλεσε το παιδί.
Εδώ ζουν οι σαράντα κλέφτες (здесь живут сорок воров). Φύγε (уходи), το καλό που σου θέλω (я хочу тебе только добра: "добро, что тебе хочу"), του λέει η γριά (ему говорит старуха).
– Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα (я ничего не боюсь: "не имею, чтобы бояться, ничего"). Φτωχός είμαι (бедный /я/), λεφτά δεν έχω (денег не имею). Μόνο ένα γράμμα κουβαλάω (только письмо несу). Άσε με να κοιμηθώ μέσα (пусти меня поспать внутри), να χαρείς (прошу тебя; χαίρω – радоваться; να σε χάρω – очень прошу тебя).
Читать дальше