Προσπάθησαν να την εμποδίσουν. Αρχίνησε η μάνα της να κλαίει, ο βασιλιάς να διαμαρτύρεται.
Η βασιλοπούλα δεν άκουσε κανέναν, σηκώνεται και φεύγει…
Πάει, πάει, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει (идёт, идёт, то по одной дороге, то по другой: "дорогу берёт, дорогу оставляет"). Όσο περπάταγε όμως (сколько шла, однако; περπατώ), πάνω από το κεφάλι της (сверху над головой её) πέταγε αδιάκοπα και τη συντρόφευε ένας μεγάλος αετός (летел постоянно и её сопровождал большой орёл). Πότε καθόταν σ' ένα δέντρο (иногда сидел на дереве) και πότε πέταγε πάνω από το κεφάλι της (и иногда летел сверху над её головой). Με το λιοπύρι τη σκίαζε (в зной её укрывал; η σκιά – тень), με τη βροχή τη σκέπαζε με τα φτερά του (в дождь её прикрывал крыльями своими). Διαβήκανε αντάμα με τον αετό δάση (проходили вместе с орлом леса), λαγκάδια, βουνά (долины, горы), λίμνες, χώρες και χωριά (озёра, страны и деревни). Σταματούσαν, ξαποσταίνανε (останавливались, отдыхали), και ο αετός πάντα την προστάτευε (и орёл всегда её защищал). Της πέταγε από τα δέντρα καρπούς (ей сбрасывал с деревьев плоды; πετώ) για να τρώει (чтобы /она/ ела), που 'μενε νηστική (когда /она/ была голодна; μένω – жить; оставаться; пребывать, быть), της έδινε ό, τι έβρισκε ωραίο στο δρόμο (ей отдавал то, что находил хорошего по дороге) και πηγαίνανε (и /они/ шли).
Πάει, πάει, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει. Όσο περπάταγε όμως, πάνω από το κεφάλι της πέταγε αδιάκοπα και τη συντρόφευε ένας μεγάλος αετός. Πότε καθόταν σ' ένα δέντρο και πότε πέταγε πάνω από το κεφάλι της. Με το λιοπύρι τη σκίαζε, με τη βροχή τη σκέπαζε με τα φτερά του. Διαβήκανε αντάμα με τον αετό δάση, λαγκάδια, βουνά, λίμνες, χώρες και χωριά. Σταματούσαν, ξαποσταίνανε, και ο αετός πάντα την προστάτευε. Της πέταγε από τα δέντρα καρπούς για να τρώει, που 'μενε νηστική, της έδινε ό, τι έβρισκε ωραίο στο δρόμο και πηγαίνανε.
Πηγαίνανε μήνες, χρόνια, πηγαίνανε, πηγαίνανε… (/они/ шли месяцы, годы, шли, шли…)
Αρχίσανε να λιώνουνε τα ρούχα της (начала изнашиваться одежда её), να σκίζονται τα ποδήματά της (рваться сапоги её; ср. το πόδι – нога) και να ματώνουνε τα ποδάρια της (и разбиваться в кровь ножки её).
Ένα απόβραδο (одним вечером), στην άκρη ενός δρόμου μακρινού (в конце дороги длинной), ξεχώρισαν από μακριά ένα φωτάκι να τρεμοσβήνει (различили издалека огонёк, /который/ мигал; τρεμοσβήνω – мигать; едва теплиться).
Πηγαίνανε μήνες, χρόνια, πηγαίνανε, πηγαίνανε…
Αρχίσανε να λιώνουνε τα ρούχα της, να σκίζονται τα ποδήματά της και να ματώνουνε τα ποδάρια της.
Ένα απόβραδο, στην άκρη ενός δρόμου μακρινού, ξεχώρισαν από μακριά ένα φωτάκι να τρεμοσβήνει.
«Εκεί θα πάω» (туда пойду), συλλογίστηκε τότε η βασιλοπούλα (подумала тогда царевна), «δεν αντέχω άλλο πια, απόκανα… (не выдержу что-либо больше, устала) Θα χτυπήσω σ' εκείνο το σπίτι με το φως (постучу в этот дом со светом), κι όταν θα φέξει η μέρα ξανά (и когда засветится день снова; φέγγω – светить, сиять; безл.: светает), θα δω τι θα κάνω…» (увижу, что делать)
Εκεί που πήγαινε (туда пошла) και κόντευε να φτάσει στο σπίτι (и почти дошла до дома; κοντεύω – приближаться, наступать; чуть было не сделать что-л.), πρώτος πέταξε και κάθισε στη σκεπή του ο αετός (первый прилетел и сел на крышу его /дома/ орёл).
«Εκεί θα πάω», συλλογίστηκε τότε η βασιλοπούλα, «δεν αντέχω άλλο πια, απόκαμα… Θα χτυπήσω σ' εκείνο το σπίτι με το φως, κι όταν θα φέξει η μέρα ξανά, θα δω τι θα κάνω… »
Εκεί που πήγαινε και κόντευε να φτάσει στο σπίτι, πρώτος πέταξε και κάθισε στη σκεπή του ο αετός.
«Α», στοχάστηκε η βασιλοπούλα (А, – рассудила царевна), «για να πάει πρώτα ο αετός (если сначала летит орёл) θα πει πως είναι καλά εκεί (значит, что хорошо там; θα πει – значит). Ας πάω κι εγώ (пойду-ка и я)…»
Πηγαίνει, βλέπει μια βαριά σιδερένια αυλόπορτα (идёт, видит тяжёлые железные ворота) κι από μέσα ένο ωραίο σπίτι (и внутри красивый дом). Χτυπάει την πόρτα (стучит в дверь) και της ανοίγει ένας σκύλος (и ей открывает пёс) που 'σερνε μια αλυσίδα δεμένη στο ποδάρι του (который тащил цепь, привязанную к лапе его) και της κάνει τόπο να περάσει (и ей делает = даёт место, чтобы пройти).
«Α», στοχάστηκε η βασιλοπούλα, «για να πάει πρώτα ο αετός θα πει πως είναι καλά εκεί. Ας πάω κι εγώ… »
Πηγαίνει, βλέπει μια βαριά σιδερένια αυλόπορτα κι από μέσα ένο ωραίο σπίτι. Χτυπάει την πόρτα και της ανοίγει ένας σκύλος που 'σερνε μια αλυσίδα δεμένη στο ποδάρι του και της κάνει τόπο να περάσει.
Προχώραγε μπροστά ο σκύλος (шёл вперёд пёс), άνοιγε τις πόρτες (открывал двери) και της έδειχνε το ένο δωμάτιο μετά το άλλο (и ей показывал одну комнату за другой). Φτάσανε σε μια ωραία τραπεζαρία (пришли в красивую столовую; το τραπέζι – стол). Ευθύς της παρουσιάζει ένα τραπέζι (тотчас ей показывает стол; παρουσιάζω – предъявлять; представлять) στρωμένο με ωραία φαγητά και γλυκίσματα (накрытый красивой едой и сладостями).
Читать дальше