Του άνοιξε ένας καλόγερος.
Καλώς τον! Περνά μέσα να ξαποστάσεις, του είπε.
Ώρα καλή σου, γέροντα. Είμαι ο Νικόλας ο βιολιτζής. Πάω για την Περαχώρα, να παίξω στο πανηγύρι.
Δε μου παίζεις κι εμένα κάτι, ν' αγαλλιάσει η ψυχή μου; του 'πε ο καλόγερος.
Κι ο Νικόλας του 'παιξε ένα σκοπό με το βιολί του (и Николас ему сыграл мелодию на своей скрипке).
– Να είσαι καλά (пусть у тебя всё будет хорошо), άνθρωπε μου (человек мой). Πάρε κι αυτό για τον κόπο σου (возьми и это за труд твой), είπε ο καλόγερος και του έδωσε μια λίρα (сказал монах и ему дал лиру).
Μια λίρα για ένα σκοπό (лира за одну мелодию)! Ο Νικόλας έμεινε με το στόμα ανοιχτό (Николас остался с ртом открытым). Την άλλη Κυριακή ο δρόμος έφερε το Νικόλα (в следующее воскресенье дорога принесла Николаса = привела) και πάλι απ' τα μέρη του καλόγερου (и опять в местность монаха). Μια και δυο του ξαναχτυπά την πόρτα (сразу ему снова постучал в дверь; ξανα – снова, χτυπώ – бить, стучать).
Κι ο Νικόλας του 'παιξε ένα σκοπό με το βιολί του.
– Να 'σαι καλά, άνθρωπε μου. Πάρε κι αυτό για τον κόπο σου, είπε ο καλόγερος και του έδωσε μια λίρα.
Μια λίρα για ένα σκοπό! Ο Νικόλας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Την άλλη Κυριακή ο δρόμος έφερε το Νικόλα και πάλι απ' τα μέρη του καλόγερου. Μια και δυο του ξαναχτυπά την πόρτα.
Να σου παίξω ένα σκοπό, γέροντα (я тебе сыграю мелодию, старче), ν' αγαλλιάσει η ψυχή σου; (чтобы порадовалась душа твоя?)
Ο Θεός σ' έστειλε τώρα (Бог тебя послал сейчас) που είμαι κουρασμένος (когда я усталый). Παίξε και να 'χεις την ευχή μου (сыграй и благословляю тебя: "пусть ты имеешь моё благословение"), αποκρίθηκε ο γέροντας (ответил старец).
Τότε ο Νικόλας έπιασε ένα σκοπό κι ο γέροντας καταυχαριστήθηκε (тогда Николас сыграл мелодию, и старец очень обрадовался).
– Να 'σαι καλά (пусть у тебя всё будет хорошо) κι αγαλλίασε η ψυχή μου (и порадовалась душа моя), είπε ο καλόγερος και του 'δωσε άλλη μια λίρα χρυσή (сказал монах и ему дал ещё одну лиру золотую).
Μια λίρα το σκοπό (лира /за/ мелодию)! Ο Νικόλας πέταξε από χαρά (Николас летал от радости).
– Να σου παίξω ένα σκοπό,γέροντα, ν' αγαλλιάσει η ψυχή σου;
– Ο Θεός σ' έστειλε τώρα που είμαι κουρασμένος. Παίξε και να 'χεις την ευχή μου, αποκρίθηκε ο γέροντας.
Τότε ο Νικόλας έπιασε ένα σκοπό κι ο γέροντας καταυχαριστήθηκε.
– Να 'σαι καλά κι αγαλλίασε η ψυχή μου, είπε ο καλόγερος και του 'δωσε άλλη μια λίρα χρυσή.
Μια λίρα το σκοπό! Ο Νικόλας πέταξε από χαρά.
Πέρασε καιρός πολύς (прошло время многое = прошло много времени) κι είπε να ξαναπάει (и подумал снова пойти; λέγω – говорить; думать, полагать)
μπας και βρει τον καλόγερο (может быть, и найдёт монаха) ο Νικόλας. Χτύπησε, ξαναχτύπησε (стучал, снова стучал), τίποτα, ούτε φωνή (ничего /не услышал в ответ/, ни звука). Παίρνει την απόφαση (принимает решение) κι ανοίγει την πόρτα (и открывает дверь). Τι να δει (что же он видит)! Πάνω στο κρεβάτι (сверху на кровати) τα κόκαλα του καλόγερου (кости монаха). Ποιος ξέρει πότε πέθανε ο δύστυχος (кто знает, когда умер несчастный) και κανείς δεν πήρε χαμπάρι (и никто /об этом/ не узнал; το χαμπάρι – новость, известие; παίρνω χαμπάρι – разузнавать; δεν έχω / παίρνω χαμπάρι – понятия не имею).
Πέρασε καιρός πολύς κι είπε να ξαναπάει μπας και βρει τον καλόγερο ο Νικόλας. Χτύπησε, ξαναχτύπησε, τίποτα, ούτε φωνή. Παίρνει την απόφαση κι ανοίγει την πόρτα. Τι να δει! Πάνω στο κρεβάτι τα κόκαλα του καλόγερου. Ποιος ξέρει πότε πέθανε ο δύστυχος και κανείς δεν πήρε χαμπάρι.
Θεοσεβούμενος ο Νικόλας (благочестивый Николас), πάει βρίσκει ένα σακί (идёт находит мешок), μαζεύει ευλαβικά τα κόκαλα (собирает благочестиво кости), τα φορτώνει (их уносит; φορτώνω – грузить, нагружать, взваливать) και τα θάβει στην αυλή του σπιτιού του (и их хоронит в дворе дома своего). Πάνω στο χρόνο (через какое-то время) φυτρώνει εκεί μια μηλιά (выросла там яблоня), μα τι μηλιά (но какая яблоня)! Μηλιά με χρυσά μήλα (яблоня с золотыми яблоками)! Μήλα μάζευε ο Νικόλας (яблоки собирал Николас), χρυσάφι έβγαζε (золото выделял /из них/)! Κι από βιολιτζής έγινε άρχοντας (и из скрипача стал богачом; ο άρχοντας – правитель; барин; богач)! Μα το μυστικό, μυστικό (но секрет, секрет)! Τάφος (могила)! Ούτε η Νικόλαινα δεν το 'ξερε (даже жена Николаса не это знала = этого не знала).
Θεοσεβούμενος ο Νικόλας, πάει βρίσκει ένα σακί, μαζεύει ευλαβικά τα κόκαλα, τα φορτώνει και τα θάβει στην αυλή του σπιτιού του. Πάνω στο χρόνο φυτρώνει εκεί μια μηλιά, μα τι μηλιά! Μηλιά με χρυσά μήλα! Μήλα μάζευε ο Νικόλας, χρυσάφι έβγαζε! Κι από βιολιτζής έγινε άρχοντας! Μα το μυστικό, μυστικό! Τάφος! Ούτε η Νικόλαινα δεν το 'ξερε.
Читать дальше