Προχώραγε μπροστά ο σκύλος, άνοιγε τις πόρτες και της έδειχνε το ένο δωμάτιο μετά το άλλο. Φτάσανε σε μια ωραία τραπεζαρία. Ευθύς της παρουσιάζει ένα τραπέζι στρωμένο με ωραία φαγητά και γλυκίσματα.
Αφού έφαγε και ξεκουράστηκε (когда /она/ поела и отдохнула), ο σκύλος άρχισε να τρίβεται στο πόδια της (пёс начал тереться у ног её) και να της λέει με λαλιά ανθρώπινη (и ей говорить голосом человеческим):
– Μ' αγαπάς, καλή μου; (меня любишь, милая моя?)
– Σ' αγαπώ, σα σκυλάκι που είσαι! (тебя люблю, как /в качестве/ собачку, которая /ты/ есть = которой ты являешься)
Το πρωί εκείνη ξύπνησε παραξενεμένη (утром она проснулась удивлённая; παραξενεύομαι; παράξενος – странный, удивительный), σε μια κάμαρη ωραία (в комнате красивой), μ' όλο της τα καλά στο τραπέζι (со всем ей хорошим на столе = со столом, накрытым для неё всякой вкусной едой), κι ο αετός πετούσε πάντα πάνω από το σπίτι (и орёл летал всегда над домом). Έβγαινε αυτή στον κήπο (вышла она в сад), έβγαινε στο μπαλκόνι (вышла на балкон), από πάνω ο αετός (сверху орёл).
Αφού έφαγε και ξεκουράστηκε, ο σκύλος άρχισε να τρίβεται στο πόδια της και να της λέει με λαλιά ανθρώπινη:
Μ' αγαπάς, καλή μου;
Σ' αγαπώ, σα σκυλάκι που είσαι!
Το πρωί εκείνη ξύπνησε παραξενεμένη, σε μια κάμαρη ωραία, μ' όλο της τα καλά στο τραπέζι, κι ο αετός πετούσε πάντα πάνω από το σπίτι. Έβγαινε αυτή στον κήπο, έβγαινε στο μπαλκόνι, από πάνω ο αετός.
Έμεινε, το λοιπόν, εκεί (осталась, итак, там).
– Μ' αγαπάς, καλή μου; (меня любишь, милая моя?)
– Σα σκυλάκι που είσαι (как собачку, которой /ты/ являешься), του αποκρινόταν (ему отвечала).
Το χάιδευε κι έφευγε (его приласкала, и /он/ убежал).
Περάσανε έξι και εφτά μήνες μ' αυτή τη ζωή (прошли шесть и семь месяцев с этой жизнью = такой жизни). Η βασιλοπούλα ήταν ευτυχισμένη (царевна была счастливая; η ευτυχία – счастье), μόνο που ένιωθε μοναξιά (только вот чувствовала одиночество). Ένα βράδυ (/однажды/ вечером) που καθόταν στην κάμαρη της και διάβαζε (когда сидела в комнате своей и читала), ακούει από μακριά (слышит издалека), πολύ μακριά (очень издалека), μια φωνή να της λέει (/как/ голос ей говорит):
Έμεινε, το λοιπόν, εκεί.
Μ' αγαπάς, καλή μου;
Σα σκυλάκι που είσαι, του αποκρινόταν. Το χάιδευε κι έφευγε.
Περάσανε έξι και εφτά μήνες μ' αυτή τη ζωή. Η βασιλοπούλα ήταν ευτυχισμένη, μόνο που ένιωθε μοναξιά. Ένα βράδυ που καθόταν στην κάμαρη της και διάβαζε, ακούει από μακριά, πολύ μακριά, μια φωνή να της λέει:
Ε, ε, συ (эй, эй, ты), ευτού που είσαι και διαβάζεις (здесь, где /ты/ есть и читаешь; ευτού – тут, в этом месте), άκουσε τι θα σου πω (послушай, что /я/ тебе скажу) και βάλ' το καλά στο νου σου (и положи это хорошо в ум свой = и хорошенько это осознай): Αυτό το σκυλί δεν είναι σκυλί (этот пёс – не пёс), είναι άνθρωπος (/это/ человек). Αν θες να ξαναγίνει άνθρωπος (если хочешь, чтобы /он/ снова стал человеком), θα κάνεις αυτό που προστάζω (сделаешь то, что приказываю): Θα στρώσεις ένα σεντόνι (постелешь простыню) και θα το γεμίσεις τριαντάφυλλα (и её наполнишь розами). Θα κάψεις μετά ένα φούρνο (разожжёшь потом печку; καίω – жечь) και θα ρίξεις μέσα το σκυλί (и бросишь внутрь собаку).
Ε, ε, συ, ευτού που είσαι και διαβάζεις, άκουσε τι θα σου πω και βάλ' το καλά στο νου σου: Αυτό το σκυλί δεν είναι σκυλί, είναι άνθρωπος, Αν θες να ξαναγίνει άνθρωπος, θα κάνεις αυτό που προστάζω: Θα στρώσεις ένα σεντόνι και θα το γεμίσεις τριαντάφυλλα. Θα κάψεις μετά ένα φούρνο και θα ρίξεις μέσα το σκυλί.
Κι όταν ακούσεις τη φωνή του (и когда услышишь голос его) που θα σου λέει (который тебе будет говорить): «Είμαι άνθρωπος, άνοιξε μου (/я/ человек, открой мне)!», τότε θ' ανοίξεις την πόρτα του φούρνου (тогда откроешь дверь печки) και θα το ρίξεις πάνω στο σεντόνι (и его /пса/ бросишь сверху на простыню) με το τριαντάφυλλα (с розами), γιατί είναι βασιλόπουλο (потому что /он/ царевич) που το έχει καταραστεί η κακή του μοίρα (которого прокляла злая его судьба; η μοίρα – доля, участь; судьба)!
Κάνει αυτό που της είπε η φωνή (делает то, что ей сказал голос), κόβει τα τριαντάφυλλα (срезает розы), στρώνει το σεντόνι (стелет простыню), καίει το φούρνο (разжигает печку) και ρίχνει μέσα το σκύλο (и бросает внутрь собаку).
Κι όταν ακούσεις τη φωνή του που θα σου λέει: «Είμαι άνθρωπος, άνοιξε μου!», τότε θ' ανοίξεις την πόρτα του φούρνου και θα το ρίξεις πάνω στο σεντόνι με το τριαντάφυλλα, γιατί είναι βασιλόπουλο που το έχει καταραστεί η κακή του μοίρα!
Κάνει αυτό που της είπε η φωνή, κόβει τα τριαντάφυλλα, στρώνει το σεντόνι, καίει το φούρνο και ρίχνει μέσα το σκύλο.
Читать дальше