Пенелопа Дельта
Дань славе, 1919
Рассказ адаптировала Анна Путина
Метод чтения Ильи Франка
Ο ΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ (дань славе; ο φόρος – налог ; дань )
ΣΩΡΙΑΣΜΕΝΗ ΧΑΜΩ (упав наземь: «упавшая наземь»; σωριάζομαι – обрушиваться; падать ), εμπρός στο άγιο εικόνισμα της Παναγίας (перед святым образом Богородицы), προσεύχονταν και παρακαλούσε (/она/ молилась и просила; προσεύχομαι; παρακαλώ ). Γιατί στα βουνά (потому что в горах), εκεί πέρα, μαкριά (там, далеко), το κανόνι βοούσε (грохотала пушка; βοώ - кричать; гудеть; грохотать ) και το τουφέκι έπεφτε πυκνό (и шла жестокая перестрелка: «густо обрушивалась винтовка»; πέφτω – падать; обрушиваться ), και ο αδελφός της είχε φύγει ντυμένος στο χακί (и ее брат ушел, одетый в хаки; φεύγω – убегать; уходить; ντύνομαι ), με το τουφέκι στον ώμο (с винтовкой на плече; ο ώμος ), για να ξεπλύνει αυτή τη φορά την ντροπή του άλλου πολέμου (чтобы смыть на этот раз позор другой войны; ξεπλένω ).
«Παναγία μου, λυπήσου (Богородица, пожалей; λυπάμαι )… Μην πάθει τίποτε ο αδελφός μου (пусть с моим братом ничего не случится: «чтобы мой брат ничего не претерпел»; παθαίνω )! Είναι τόσο όμορφος και τόσο παλικάρι (/он/ такой красивый и такой храбрый: «смельчак»; το παλικάρι – смельчак, храбрец; мόлодец )…»
ΣΩΡΙΑΣΜΕΝΗ ΧΑΜΩ, εμπρός στο άγιο εικόνισμα της Παναγίας, προσεύχονταν και παρακαλούσε. Γιατί στα βουνά, εκεί πέρα, μακριά, το κανόνι βοούσε και το τουφέκι έπεφτε πυκνό, και ο αδελφός της είχε φύγει ντυμένος στο χακί, με το τουφέκι στον ώμο, για να ξεπλύνει αυτή τη φορά την ντροπή του άλλου πολέμου.
«Παναγία μου, λυπήσου… Μην πάθει τίποτε ο αδελφός μου! Είναι τόσο όμορφος και τόσο παλικάρι…»
Από τους πρώτους είχε φύγει (/он/ ушел среди первых), πριν ακόμα τον φωνάξουν (еще до того, как его призвали: «позвали»; φωνάζω – кричать; звать ), και τώρα τον ήξερε εκεί απάνω (и теперь /она/ знала, что он там, наверху: «/она/ знала его там, наверху»; ξέρω ), εκεί που βοούσε το κανόνι και που έπεφτε πυκνό το τουφέκι (там, где грохотала пушка и шла жестокая перестрелка)…
Και ήλθε ο Χάρος μπροστά της μαυροντυμένος (и предстала перед ней Смерть, одетая в черное; έρχομαι μπροστά – представать; μαύρος – черный, ντύνομαι – одеваться ), στο μαύρο του άλογο (на черном коне), με το μαύρο του τόξο στο χέρι (с черным луком в руке).
Από τους πρώτους είχε φύγει, πριν ακόμα τον φωνάξουν, και τώρα τον ήξερε εκεί απάνω, εκεί που βοούσε το κανόνι και που έπεφτε πυκνό το τουφέκι…
Και ήλθε ο Χάρος μπροστά της μαυροντυμένος στο μαύρο του άλογο, με το μαύρο του τόξο στο χέρι.
– Λυπήθηκα τα δάκρυα σου (/я/ сжалилась над твоими слезами; το δάκρυ), της είπε (/она/ ей сказала; λέω ), και ήλθα να σου πω να διαλέξεις (и пришла предложить тебе выбрать: «и пришла сказать тебе, чтобы ты выбрала», έρχομαι, λέω, διαλέγω ), ποιον να σαϊτέψω στη θέση του αδελφού σου (кого же /мне/ поразить из лука вместо твоего брата: «на месте твоего брата»; σαϊτεύω );
– Ποιον (кого?); έκανε εκείνη (сказала она: «сделала она»; κάνω ) που δεν πίστευε στ' αυτιά της (не веря своим ушам: «которая не верила своим ушам»; πιστεύω ). Αχ, Χάρο μου (ах, Смерть), όποιον θέλεις πάρε (кого хочешь, забирай; παίρνω ), μα λυπήσου τον αδελφό μου (но сжалься над моим братом)!
– Δεν έχει όποιον θέλεις (не имеется = так нельзя – кого хочешь; Έχω – иметь ), λέγε ποιον να θανατώσω (говори, кого /мне/ убить; θανατώνω );
– Λυπήθηκα τα δάκρυα σου, της είπε, και ήλθα να σου πω να διαλέξεις, ποιον να σαϊτέψω στη θέση του αδελφού σου;
– Ποιον; έκανε εκείνη που δεν πίστευε στ' αυτιά της. Αχ, Χάρο μου, όποιον θέλεις πάρε, μα λυπήσου τον αδελφό μου!
– Δεν έχει όποιον θέλεις, λέγε ποιον να θανατώσω;
Η κόρη έτρεμε (девушка задрожала; τρέμω ).
– Μα είναι ανάγκη (разве так необходимо: «но есть необходимость») να πάρεις και καλά κάποιον (чтобы /ты/ обязательно кого-нибудь забрала; (σώνει) και καλά – обязательно );
– Αμέ πώς αλλιώς (ну, как же иначе?);
– Ε, πάρε όποιον θέλεις (забирай, кого хочешь)! Μη με ρωτάς εμένα (меня не спрашивай)!
– Αν πάρω όποιον θέλω(если /я/ возьму /того/, кого хочу), θα πάρω τον αδελφό σου (/тогда я/ заберу твоего брата), γιατί είναι να πέσει σήμερα από βόλι (потому что /он/ должен пасть сегодня от пули: «должно, чтобы он пал сегодня от пули»). Μα τόσο κλάμα έκανες και τόσα παρακάλια (но ты так рыдала и так просила: «но /ты/ сделала такой плач и такие просьбы»), που σε σπλαχνίστηκα (что /я/ пожалела тебя; σπλαχνίζομαι ) και πέρασα από δω να σου το πω (и пришла сюда, чтобы тебе об этом сказать; περνώ – проходить ). Λέγε γρήγορα τώρα, ποιον να σαϊτέψω στη θέση του (а сейчас быстро говори, кого /мне/ поразить из лука вместо него);
Читать дальше