– Έχουν και αυτοί αδελφές και μάνες;
– Βέβαια έχουν. Και ο ένας εκεί μπροστά, που ρίχνεται σα λεοντάρι, βλέπεις; – με το σπαθί στο χέρι; Έχει δίκαιο να αψηφά τα βόλια, δεν είναι γραφτό του να πάγει σήμερα. Μα σα θέλεις πάλι, μεμιάς τον παίρνει ένα βόλι στην καρδιά, να εκεί ίσα – ίσα που βλέπεις ένα τετραγωνάκι μικρό. Ξέρεις τι είναι; Είναι η εικόνα του παιδιού του, ένα ξανθόμαλλο κοριτσάκι που δε γνώρισε μάνα, γιατί του την πήρα σα γεννήθηκε.
– Αχ, μη! φώναξε η κόρη κλαίγοντας, μην τον πάρεις από το παιδί του! Ποιος θα το αγαπά σα σκοτώσεις και τον πατέρα;
– Πάντα κάποιος θα κλάψει (всегда кто-нибудь будет плакать). Έλα, διάλεξε λοιπόν (давай, выбери, наконец), ποιον θες να πάρω (кого мне взять: «кого /ты/ хочешь, чтобы /я/ взяла»?); Βιάζομαι (я спешу).
– Πάρε έναν περιττό (забери кого-нибудь лишнего)…
– Ξέρεις κανένα (/ты/ кого-нибудь знаешь); Πες μου τον (скажи мне, кто он: «о нем»).
– Δεν ξέρω (/я/ не знаю)· μα αν είναι κανένας έρημος (но если есть какой-нибудь одиночка)…
– Θέρισα κι έρημους (/я/ скосила и одиноких), μα είναι λίγοι (но их немного). Όλοι αυτοί που βλέπεις (у всех тех, кого /ты/ видишь) έχουν μάνα, γυναίκα ή παιδί (есть мать, жена или ребенок). Έλα, κόρη, αποφάσισε ποιους να πάρω (давай, девушка, решай, кого /мне/ забрать);
– Πάρε με μένα και λυπήσου τους αυτούς (забери меня, а их пожалей)!
– Πάντα κάποιος θα κλάψει. Έλα, διάλεξε λοιπόν, ποιον θες να πάρω; Βιάζομαι.
– Πάρε έναν περιττό…
– Ξέρεις κανένα; Πες μου τον.
– Δεν ξέρω· μα αν είναι κανένας έρημος…
– Θέρισα κι έρημους, μα είναι λίγοι. Όλοι αυτοί που βλέπεις έχουν μάνα, γυναίκα ή παιδί. Έλα, κόρη, αποφάσισε ποιους να πάρω;
– Πάρε με μένα και λυπήσου τους αυτούς!
– Εσένα; (тебя) Ο Χάρος πάλι γέλασε (Смерть засмеялась опять), και πάλι η εκκλησία έστειλε πίσω σαν κλαγγή (церковь опять отразила словно лязг), το άχρωμο του γέλιο (ее бесцветный смех). Τι να σε κάνω εσένα (Что /мне/ с тобой делать)! Αυτούς θέλω (я хочу /тех/), που τη Δόξα κυνηγούν (что охотятся за Славой), έτσι που τους βλέπεις να τρέχουν (тех, бегущих, которых ты видишь). Γιατί ο φόρος της Δόξας είναι αίμα (потому что платой: «налогом» за славу является кровь), αίμα και δάκρυα που να χύνονται ποτάμι (кровь и слезы, льющиеся: «которые льются» рекой). Στον άλλο πόλεμο (на другой войне), το ίδιο δεν έκλαψαν όλες οι μανάδες (/разве/ не плакали матери также), σαν που κλαις εσύ τώρα (как /ты/ сейчас плачешь); Και το ίδιο δεν τις λυπήθηκα (и /разве я/ их не пожалела), και τα παιδιά τους τα 'στειλα όλα πίσω, γερά και αδόξαστα (и не отослала их детей обратно, живыми, но бесславными); Θέλεις το ίδιο να κάνω και τώρα (хочешь, чтобы /я/ поступила также и сейчас); Να, φτάνει να γυρίσω τον καθρέφτη (/мне/ достаточно перевернуть зеркало; γυρίζω ) και θα το βάλουν όλοι στα πόδια (и все обратятся в бегство ; το βάζω στα πόδια -обращаться в бегство )…
Και άπλωσε ο Χάρος το χέρι (и Смерть протянула руку).
– Εσένα; Ο Χάρος πάλι γέλασε, και πάλι η εκκλησία έστειλε πίσω σαν κλαγγή, το άχρωμο του γέλιο. Τι να σε κάνω εσένα! Αυτούς θέλω, που τη Δόξα κυνηγούν, έτσι που τους βλέπεις να τρέχουν. Γιατί ο φόρος της Δόξας είναι αίμα, αίμα και δάκρυα που να χύνονται ποτάμι. Στον άλλο πόλεμο, το ίδιο δεν έκλαψαν όλες οι μανάδες, σαν που κλαις εσύ τώρα; Και το ίδιο δεν τις λυπήθηκα, και τα παιδιά τους τα 'στειλα όλα πίσω, γερά και αδόξαστα; Θέλεις το ίδιο να κάνω και τώρα; Να, φτάνει να γυρίσω τον καθρέφτη και θα το βάλουν όλοι στα πόδια…
Και άπλωσε ο Χάρος το χέρι.
Μα μεμιάς πετάχθηκε πάνω η κόρη (но девушка тотчас вскочила; πετάγομαι – летать; вскочить; πετώ – летать ).
– Όχι! Μη μας λυπηθείς (не жалей нас)! Και πάρε όσους θέλεις (забирай, скольких= кого хочешь)!
– Λέγε, κόρη, γρήγορα (девушка, быстро говори), βιάζομαι να φύγω (/я/ спешу уйти)' ποιους θέλεις να θερίσω (кого мне скосить: «кого /ты/ хочешь, чтобы /я/ скосила»; θερίζω ); Τους αριστερούς με το νιόπαντρο (тех, кто слева: «левых» вместе с молодоженом), ή τους άλλους εκεί στο βάθος (или других, вдали);
– Να κλάψουν χήρες, μάνες και ορφανά (заставить вдов, матерей и сирот плакать: «чтобы заплакали вдовы, матери и сироты?»); Όχι! Πάλι εγώ καλύτερα (уж лучше я), αφού ήτανε γραφτό μου (раз мне так было предначертано)…
Δεν πρόφθασε να πεί το λόγο (не успела /она/ вымолвить слова ), και ο μαύρος καβαλάρης αδράχνοντας τις σαΐτες του (как черный всадник, схватив свои стрелы; αδράχνω ) πετάχθηκε σαν αστραπή (взлетел как молния) και χάθηκε στον κάμπο (и исчез в поле; χάνομαι ).
Читать дальше