– Κοίταξε καλά, είπε· είναι γραφτό, όλους αυτούς όσους βλέπεις δεξιά, να τους θερίσω μεμιάς· μα σαν θέλεις, διάλεξε τους άλλους που είναι αριστερά, και τους θερίζω αυτούς αντί τους πρώτους. Θέλεις; Υπόγραψε!
Και μπροστά της άπλωσε ένα κίτρινο χαρτί και της έδωσε ένα καλάμι αιματοβαμμένο.
Πήρε η κόρη το καλάμι, μα το χέρι της έτρεμε τόσο που δεν μπόρεσε να γράψει.
– Και αυτοί… αυτοί οι άλλοι αριστερά (а у тех…у тех, других, слева) δεν έχουν αδελφές (/разве/ нет сестер: «а те… те другие, слева, разве не имеют сестер»);
– Βέβαια έχουν (конечно есть), και αδελφές και μάνες (и сестры, и матери). Και ο ένας, βλέπεις (а у одного, /ты/ видишь /его/); – αυτός ο ξανθός με τα μαύρα μάτια (тот светловолосый с черными глазами); Έχει γυναίκα νέα και όμορφη (у него есть молодая и красивая жена), που τη στεφανώθηκε μια μέρα πριν φύγει (с которой /он/ обвенчался за день до того, как ушел /на войну/; στεφανώνομαι ), και είναι δεμένες μαζί οι μοίρες τους (и их судьбы связаны вместе; δένω – связывать; привязывать ).
– Πώς μαζί (как это вместе);
– Με την ίδια σαΐτα (той же стрелой) που θα θανατώσω εκείνον (что /я/ убью его), θα ρίξω κι εκείνη στον τάφο (/я/ брошу и ее в могилу; ρίχνω ).
– Αχ, μην το κάνεις (ах, не делай этого)!
– Είναι γραφτό (так предначертано /судьбой/).
– Μην τον σκοτώσεις λοιπόν (не убивай его; σκοτώνω )! Άφησε τον και αυτόν να ζήσει (оставь и его в живых: «оставь и его тоже жить»; αφήνω – позволять; оставлять; ζώ )!
– Και αυτοί… αυτοί οι άλλοι αριστερά δεν έχουν αδελφές;
– Βέβαια έχουν, και αδελφές και μάνες. Και ο ένας, βλέπεις; – αυτός ο ξανθός με τα μαύρα μάτια; Έχει γυναίκα νέα και όμορφη, που τη στεφανώθηκε μια μέρα πριν φύγει, και είναι δεμένες μαζί οι μοίρες τους.
– Πώς μαζί;
– Με την ίδια σαΐτα που θα θανατώσω εκείνον, θα ρίξω κι εκείνη στον τάφο.
– Αχ, μην το κάνεις!
– Είναι γραφτό.
– Μην τον σκοτώσεις λοιπόν! Άφησε τον και αυτόν να ζήσει!
– Ποιον άλλο να πάρω στη θέση του (кого же /мне/ забрать вместо него); Να, αυτός εκεί ο μικρός χλωμός (вон, тот, маленький и бледный); Έχει φάγει τα παιδικά του χρόνια στη μελέτη και στη δουλειά (/он/ провел свое детство: «съел свои детские годы» в учебе и работе; τρώω – есть; потратить ), με τη χήρα μάνα του που παιδεύτηκε και πείνασε (а его мать – вдова: «с матерью – вдовой, которая» мучилась и голодала; παιδεύομαι; πεινάω ) ώσπου να τον μεγαλώσει (пока не вырастила его; μεγαλώνω -вырастать; выращивать ). Και τώρα θα βγάλει μιαν ανακάλυψη που θα τους φέρει πλούτη, τιμή και δόξα (скоро: «сейчас» /он/ сделает открытие, которое принесет им богатства, уважение и славу ; φέρνω )…
– Μην τον κόψεις, για τον Θεό, και αυτόν (ради Бога, не убивай его; κόβω – резать; убивать )! Όχι! άφησε τους αυτούς να ζήσουν (оставь и этих в живых)!
– Λοιπόν τους άλλους προτιμάς (значит ты выбираешь: «предпочитаешь» /тех/, других ; προτιμώ ), εκεί μέσα στο βάθος (там, вдали: «в глубине»);
– Ποιον άλλο να πάρω στη θέση του; Να, αυτός εκεί ο μικρός χλωμός; Έχει φάγει τα παιδικά του χρόνια στη μελέτη και στη δουλειά, με τη χήρα μάνα του που παιδεύτηκε και πείνασε ώσπου να τον μεγαλώσει. Και τώρα θα βγάλει μιαν ανακάλυψη που θα τους φέρει πλούτη, τιμή και δόξα…
– Μην τον κόψεις, για τον Θεό, και αυτόν! Όχι! άφησε τους αυτούς να ζήσουν!
– Λοιπόν τους άλλους προτιμάς, εκεί μέσα στο βάθος;
– Έχουν και αυτοί αδελφές και μάνες (у них тоже есть сестры и матери?);
– Βέβαια έχουν (конечно, есть). Και ο ένας εκεί μπροστά (вон, тот, впереди), που ρίχνεται σα λεοντάρι (что набрасывается, словно лев), βλέπεις; – με το σπαθί στο χέρι (с шашкой в руке); Έχει δίκαιο να αψηφά τα βόλια (он с полным правом может: «/он/ имеет право» не обращать внимания на пули; αψηφώ ), δεν είναι γραφτό του να πάγει σήμερα (ему не суждено умереть: «уйти» сегодня). Μα σα θέλεις πάλι (но опять же, если /ты/ хочешь), μεμιάς τον παίρνει ένα βόλι στην καρδιά (то его сразу же поразит пуля в сердце), να εκεί ίσα – ίσα (ровно туда) που βλέπεις ένα τετραγωνάκι μικρό (где /ты/ видишь маленький квадратик). Ξέρεις τι είναι (знаешь, что это); Είναι η εικόνα του παιδιού του (это изображение его ребенка), ένα ξανθόμαλλο κοριτσάκι (светловолосой девчушки) που δε γνώρισε μάνα (которая никогда не видела своей матери: «не узнала своей матери»; γνωρίζω ), γιατί του την πήρα σα γεννήθηκε (потому что /я/ ее у нее забрала, как только /она/ родилась; γεννιέμαι ).
– Αχ, μη! (ах, нет) φώναξε η κόρη κλαίγοντας (закричала девушка, рыдая; κλαίω ), μην τον πάρεις από το παιδί του (не отнимай его у ребенка)! Ποιος θα το αγαπά (кто ее будет любить) σα σκοτώσεις και τον πατέρα (если /ты/ убьешь и отца);
Читать дальше