егоαὐτοῦ.
едаτροφή ἡ; βορά ἡ; ἐδωδή ἡ; δεῖπνον τό ( приём пищи ).
едваμόγις; μόλις; μικρόν; σπονδή.
единицаμονάς, άδος ἡ ἐνάς, άδος ἡ.
единичныйμοναδικός 3.
единоборецμονομάχος ὁ.
единогласныйὁμογνώμων, ον; ὁμονοητικός 3.
единодушиеὁμόνοια ἡ; συμφωνία ἡ ( согласие ).
единодушноὁμοϑυμαδέν.
единодушныйὁμόνοος 2.
единомышленник…
единообразиеῥυϑμός ὁ.
единообразныйμονοειδής 2.
единственныйμόνος 3; οἷος 3; единственное числоἐνικός ἀριϑμός ὁ.
единствоὁμόνοια ἡ; συμφωνία ἡ.
единыйεἷς, μία, ἕν.
едкийαὐστηρός 3; δριμύς, εῖα, ύ.
ееαὐτοῦ.
ежἐχῖνος ὁ.
ежевикаβάτος ὁ.
ежегодноκατ’ἐνιαυτόν.
ежегодныйἔτειος 3; ἐπέτειος 2 и 3; ἐνιαύσιος 2 и 3.
ежедневноκαϑ’ἡμέραν; ὁσημέραι.
ежедневныйκαϑ’ἡμέραν.
ежемесячныйἐπιμήνιος 2; ἔμμηνος 2.
ездаπορεία ἡ; ὁδός ἡ.
ездитьсм. ехать.
елеμόγις.
елка, ельἐλάτη ἡ.
емкийεὐρύς, εῖα, ύ; μέγας, μεγάλη, μέγα.
епископἐπίσκοπος ὁ.
епископствоἐπισκοπή ἡ.
ересьαἵρεσις, εως ἡ.
еретикαἱρετικός ὁ.
еретическийαἱρετικός 3.
ерундаλῆρος ὁ; φλυαρία ἡ.
еслиεἰ; если быεἰ; ἐάν.
естественноτοί, οὖν; δή; πάνυ ( конечно ).
естественныйφυσικός 3.
естествоφύσις, εως ἡ.
естествознаниеφυσιολογία ἡ; φυσικόν τό.
естьI ἐσϑίω; ἔδω.
естьII ( имеется ) ἑστί.
ехатьὀχεῖμαι; ехать верхомἱππεύω; ἱππάζομαι.
ещеἔτι; еще не οὔπω.
жабаφρύνη ἡ.
жабрыβράγχιον τό pl.
жаворонокκορυδαλλός ὁ.
жадностьπλεονεξία ἡ; ἀνελευϑερία ἡ.
жадныйλίχνος 3 и 2; λάβρος 3; πλεονέκτης, ου; ἀνελεύϑερος 2.
жаждаδίψα ἡ; испытывать жаждуδιψάω.
жалетьμεταμέλομαι; ἐλεέω; κατοικτείρω.
жалитьκεντέω; οἰστράω.
жалкийδειλός 3; δείλαιος 3.
жалкоμεταμέλει.
жалоκέντρον τό.
жалобаὀδυρμός ὁ; οἴκτος ὁ; αἰτία ἡ; αἴτημα, ατος τό ( судебная ).
жалобныйοἰκτρός 3; γοερός 3.
жалованьеμισϑός ὁ.
жаловатьсяσχετλιάζω; οἰκτίζω; κατοικτίζω.
жалостныйοἰκτρός 3.
жалостьἔλεος ὁ.
жальμεταμέλει.
жарϑερμόν τό; ϑερμότης, ητος ἡ; ϑάλπος, εος τό; καῦμα, ατος τό.
жараϑέρμη ἡ.
жареныйὀπτός 3; φρυκτός 3.
жаритьὀπτάω; φρύγω.
жаркийϑερμός 3.
жаркоϑερμῶς.
жатваϑερισμός ὁ.
жатьI ( убирать урожай ) ϑερίζω; ἀμάω.
жатьII ( давить ) ϑλίβω; πιέζω.
жбанἄγγος, εος τό; κρωσσός ὁ.
ждатьμένω; περιμένω.
же δέ.
жеватьτρώγω; μασάομαι; βρύκω.
жезлσκῆπτρον τό; ῥάβδος ἡ; ϑύρσος ὁ.
желаемыйποϑείνος 3; εὐκτός 3.
желаниеπόϑος ὁ; ἐπιϑυμία ἡ; ϑέλημα, ατος τό; ἵμερος ὁ.
желанныйποϑείνος 3; εὐκτός 3.
желательныйεὐκταῖος 3.
желатьβούλομαι; ἐϑέλω; ϑέλω; ἱμείρω; μάομαι; ποϑέω ( страстно ).
железныйσιδήρεος 3.
железоσίδηρος ὁ.
желтетьξανϑίζομαι.
желтокλέκιϑος ἡ.
желтухаἴκτερος ὁ.
желтыйξανϑός 3 ( золотисто-желтый ); ξουϑός 3 ( темно-желтый ); ὠχρός 3 ( светло-желтый ).
желудокστόμαχος ὁ; γαστήρ, τρός ἡ; νηδύς, ύος ἡ.
желудьβάλανος ἡ.
желчныйχολώδης 2.
желчьχολή ἡ.
жемчуг, жемчужинаμαργαρίτης, ου ὁ.
женаγυνή, γυναικός ἡ; γαμετή ἡ; δάμαρ, αρτος ἡ; брать в женыγαμέω; εἰσάγομαι; νυμφεύω.
женитьγαμέομαι; -сяγαμέω; νυμφεύω.
женихγαμβρός ὁ; νυμφίος ὁ.
женскийγυναικεῖος 2 и 3; ϑῆλυς, εια, υ; женский родϑηλικόν τό.
женственныйγυναικώδης 2.
женщинаγυνή, γυναικός ἡ.
жердьκοντός ὁ; κάμαξ, ακος ἡ.
жеребенокπῶλος ὁ и ἡ.
жеребьевкаκλήροσις, εως ἡ.
Читать дальше