давитьϑλίβω; πιέζω; σφίγγω ( сжимать ).
давлениеϑλῖψις, εως ἡ.
давнийἀρχαῖος 3; παλαιός 3.
давноπάλαι; τὸ πάλαι.
даже καί.
далееπόρρω.
далекийμακρός 3; ἕκτοπος 2; τηλουρός 2.
далекоμακράν; ἑκάς; τῆλε; πόρρω.
дальнейший: μέλλων, ον; в дальнейшемαὖ; εἶτα; ἐπεί; ἔπειτα; μετέπειτα.
дальнийμακρός 3.
дальшеπόρρω; πέρα.
дамаγυνή, γυναικός ἡ; δέσποινα ἡ.
данныйδωρετός 3 и 2 ( выданный ); ὅδε, ἥδε, τόδε; οὗτος, αὕτη, τοῦτο ( этот, тот ).
даньδασμός ὁ; φόρος ὁ.
дарδωρεά ἡ; δώρημα, ατος τό; δῶρον τό; δόσις, εως ἡ; γέρας, αος τό; ἀνάϑημα, ατος τό ( жертвенный ).
дарениеδόσις, εως ἡ.
даритьδωρέομαι.
дарованиеεὐφυΐα ἡ; φρόνησις, εως ἡ.
даровитыйεὐφυής 2.
даромδωρεάν; ἁμισϑί; προῖκα ( бесплатно ); διακενῆς; ματαίως ( напрасно ).
датаἡμέρα ἡ.
дательный: дательный падежδοτική ἡ.
датьδίδωμι; дать в долгκίχρημι.
дачаοἰκίδιον τό.
дваδύο; два раза δίς.
двадцатыйεἰκοστός 3.
двадцатьεἴκοσι (ν) οἱ, αἱ.
дважды δίς.
двенадцатыйδωδέκατος 3.
двенадцатьδώδεκα οἱ, αἱ.
дверцаϑυρίς, ίδος ἡ.
дверьϑύρα ἡ.
двестиδιακόσιοι 3.
двигатьсм. двинуть.
движениеκίνησες, εως ἡ; κίνημα, ατος τό.
двинутьκινέω; -сяκινέομαι.
двое δύο.
двойкаδυάς, άδος ἡ.
двойнойδιπλόος 3; διπλάσιος 3 и 2.
двойственный: двойственное числоδυϊκός ἀριϑμός ὁ.
дворαὐλή ἡ; ἔπαυλος ὁ ( скотный ).
дворецβασιλεία ἡ.
двоюродный: двоюродный братἀνεψιός ὁ; двоюродная сестраἀνεψιά ἡ.
двоякийδιπλόος 3.
двусмысленностьἀμφιβολία ἡ.
двусмысленныйἀμφίβολος 2.
двухстороннийἀμφίστομος 2.
двухлетиеδίετες τό.
двухлетнийδιέτης, ές; двухлетний возрастδίετες τό.
двухмесячныйδίμηνος 2.
деватьсм. деть.
деверьκηδεστής, οῦ ὁ; γαμβρός ὁ.
девочкаπαῖς, παιδός ἡ; κόριον τό.
девственностьπαρϑενεία ἡ; παρϑενία ἡ.
девственныйπαρϑένος 2; παρϑένειος 2.
девушкаπαρϑένος ἡ; κόρη ἡ.
девяностаἐνενήκοντα.
девяностыйἐνενηκοστός 3.
девяткаἐννεάς, άδος ἡ.
девятнадцатыйἐννεακαιδέκατος 2.
девятнадцатьἐννεακαίδεκα.
девятыйἔνατος 3.
девятьἐννέα; девять разἐνάκις.
девятьсотένακόσιοι.
деготьπίσσα ἡ.
дед, дедушкаπάππος ὁ.
дезертирαὐτόμολος ὁ.
дезертироватьαὐτομολέω.
действенныйδραστήριος 2; πρακτικός 3; ἐνεργός 2; δυνατός 3.
действиеδρᾶμα, ατος τό; ἐνεργεία ἡ; πρᾶγμα, ατος τό; πρᾶξις, εως ἡ.
действительноἄρα; ἦ.
действительностьοὐσία ἡ; ἀλήϑεια ἡ (правда); в действительностиἔργῳ.
действительныйἀληϑινός 3; ἔτυμος 2 и 3 ( настоящий ); ἐνεργητικός 3 ( действующий ).
действоватьδράω; ἐνεργέω; ἄγω.
действующийἐνεργητικός 3.
декабрьΠοσειδεών, ῶνος ὁ; Δεκέμβριος ὁ.
декадаδεκάς, άδος ἡ.
декламацияῥαψῷδία ἡ.
декламироватьῥαψῷδέω.
декретκήρυγμα, ατος τό; διαγνώμη ἡ.
делатьπράττω; ποιέω; δράω; ἔρδω.
делегацияπρεσβεία ἡ.
делениеσχίσις, εως ἡ; διαίρεσις, εως ἡ; τομή ἡ.
делитьδιασχίζω; διαιρέω; διαλαμβάνω; μερίζω.
делоἔργον τό; πρᾶγμα, ατος τό; πραγματεία ἡ; πρᾶξις, εως ἡ; χρῆμα, ατος τό; διατριβή ἡ ( занятие ); ἀγών, ῶνος ὁ ( судебное ); ἐνέργημα, ατος τό ( действие ); уголовное делоἀγών, ῶνος ὁ; δίκη ἡ; в чем дело?τί ἐστι? τί πάσχεις?; как дела?τί πράττεις?
деловойπραγματικός 3.
дельфийскийΔελφικός 3
дельфинδελφίς, ῖνος ὁ.
демагогδημαγωγός ὁ.
демагогияδημαγωγία ή.
демиургδημιουργός ὁ.
демократическийδημοκρατικός 3.
демократияδημοκρατία ἡ.
Читать дальше