гнездитьсяνεοσσεύω.
гнездоνεοσσιά ἡ.
гниениеσηπεδών, όνος ή.
гнилойσαπρός 3; σαϑρός 3.
гнильσαπρότης, ητος ἡ; σηπεδών, όνος ή.
гнитьπυόομαι; σήπομαι.
гноитьσήπω.
гнойπύον τό.
гнусныйμιαρός 3; ἀηδής 2; βδελυρός 3.
гнутьκάμπτω; λυγίζω; κυρτόω.
говорδιάλεκτος ἡ.
говоритьλέγω; φημί; ἔπω.
говядинаκρέα βόεια τά.
годἐνιαυτός ὁ; ἔτος, εος τό; в прошлом годуπέρυσι; в этом годуτῆτες; в будущем годуνέωτα.
годитьсяἁρμόττομαι.
годичныйἔτειος 3; ἐπέτειος 2 и 3.
годныйἐπιτήδειος 2 и 3; χρήσιμος 2 и 3; ἱκανός 3.
годовойἐπέτειος 2 и 3; ἐνιαυσιός 2 и 3.
голеньἀντικνήμιον τό.
головаκεφαλή ἡ.
головастикγυρῖνος ὁ.
головокружениеσκοτοδινία ἡ.
голодλιμός ὁ; πεῖνα ἡ; βουλιμία ἡ ( сильный )
голодатьλιμαίνω; πεινάω.
голодныйλιμώδης 2; πεινητικός 3.
голосφωνή ἡ; φώνημα, ατος τό; φϑόγγος ὁ; ὄψ, ὀπός ἡ.
голосованиеψηφοφορία ἡ; χειροτονία ἡ ( поднятием рук ).
голосоватьψηφίζομαι; χειροτονέω ( поднятием рук ).
голубойγλαυκός 3.
голубьπεριστερά ἡ; πελειάς, άδος ἡ ( дикий ).
голубятняπεριστερεών, ῶν ὁ.
голыйγυμνός 3; ψιλός 3 ( безволосый ).
гонениеδίωξις, εως ἡ; διωγμός ὁ.
гонецἄγγελος ὁ.
гонкаδίωξις, εως ἡ.
гончарκεραμεύς, έως ὁ.
гончарныйκεράμειος 3; гончарная мастерскаяκεραμεῖον τό.
гонятьсм. гнать.
гораὄρος, εος τό.
гораздоπολύ; μάλα.
горбκύρτωμα, ατος τό.
горбатыйκυρτός 3; κυφός 3.
гордитьсяγαυρόομαι; ἐπαίρομαι; σεμνύνομαι; ὑπερφρονέω; ἀγάλλομαι.
гордостьγαῦρον τό; γαυρότης, ητος ἡ.
гордыйὑπέρφρων, ονος 2; γαῦρος 2; ἀγέρωχος 2.
гореλύπη ἡ; πάϑη ἡ; πάϑος, εος τό; ἀλγηδών, όνος ἡ; ἄτη ἡ; ἄχϑος, εος τό; горе мне!οἴμοι!
горестныйοἰκτρός 3; πικρός, 3.
горетьκαίομαι; αἴϑω; αἴϑομαι; φλέγομαι.
горецὀρειβάτης, ου ὁ.
горечьπικρία ἡ; πικρότης, ητος ἡ.
горизонтὁρίζων, οντος ὁ.
гористыйὄρειος 3 и 2; ὀρεινός 3.
горлицаπελειάς, άδος ἡ.
горлоφάρυγξ, υγγος и υγος ὁ и ἡ; λάρυγξ, υγγος ὁ; λαιμός ὁ.
горнI ( печь ) κάμινος ἡ.
горнII ( труба ) βυκάνη ἡ; σάλπιγξ, ιγγος ἡ.
горнорабочийμεταλλεύς, έως ὁ.
горныйὄρειος 3 и 2; ὀρεινός 3.
горнякμεταλλεύς, έως ὁ.
городπόλις, εως ἡ; ἄστυ, εως τό ( крупный ).
городскойἀστικός 3.
горожанинἀστός ὁ; πολίτης, ου ὁ.
гороскопὡροσκοπεῖον τό.
горохἐρέβινϑος ὁ; ὄροβος ὁ.
горстьδράγμα, ατος τό.
гортаньφάρυγξ, υγγος и υγος ὁ и ἡ; λάρυγξ, υγγος ὁ.
горчицаσίναπι, εως τό; νᾶπυ, υος τό.
горшечникχυτρεύς, εως ὁ; κεραμεύς, έως ὁ.
горшокχύτρα ἡ; οὐράνη ἡ ( ночной ).
горькийπικρός 3.
горячийϑερμός 3; ζεστός 3.
горячоϑερμῶς.
госпитальἰατρεῖον τό.
господинδεσπότης, ου ὁ; κύριος ὁ.
господскийδεσποτικός 3.
господствоδυναστεία ἡ.
господствоватьδεσπόζω; κυριεύω.
господьΚύριος ὁ.
госпожаδέσποινα ἡ.
гостеприимныйφιλόξενος 2; εὔξεινος 2; ξενικός 2.
гостеприимствоφιλοξενία ἡ; ξενία ἡ.
гостиницаπανδοκεῖον τό; ταβέρνα ἡ.
гоститьξενόομαι.
гостьξένος ὁ.
государственныйπολιτικός 3; государственный деятельπολιτικός ὁ.
государствоπολιτεία ἡ.
государьβασιλεύς, έως ὁ; δεσπότης, ου ὁ.
готовитьἑτοιμάζω; σκευάζω; παρασκευάζω; -сяπαρασκευάζομαι.
готовыйἕτοιμος 3 и 2.
грабежλῃστεία ἡ; ἁρπαγμός ὁ; ἁρπαγή ἡ.
грабительλῃστής ὁ; ἅρπαξ, αγος ὁ.
грабитьλῃστεύω; ἁρπάζω; σίνομαι; συλάω.
граблиἄγρειφνα ἡ.
граверτορευτής, οῦ ὁ.
гравироватьτορεύω.
гравюраτορεία ἡ.
градχάλαζα ἡ.
Читать дальше