Ο Πέρσης γονάτισε και ακούμπησε το φανάρι κάτω. Έμοιαζε πολύ απασχολημένος με κάτι που ήταν στο πάτωμα· ξαφνικά όμως, έκρυψε το φως.
Τότε ο Ραούλ άκουσε έναν ελαφρύ θόρυβο διακόπτη και είδε στο πάτωμα του διαδρόμου ένα λιγοστά φωτισμένο τετράγωνο. Ήταν σαν ν' άνοιγε ένα παράθυρο στα υπόγεια της Όπερας που ήταν ακόμη φωτισμένα. Ο Ραούλ, δεν έβλεπε πια τον Πέρση, αλλά ξαφνικά τον αισθάνθηκε δίπλα του και ένιωσε την αναπνοή του.
«Ακολουθήστε με και κάντε ό,τι θα κάνω».
Ο Ραούλ κατευθύνθηκε προς το φωτεινό φεγγίτη. Τότε, είδε τον Πέρση που γονάτιζε για μια ακόμη φορά και αφού κρεμάστηκε με τα χέρια του απ' το φεγγίτη αφέθηκε να γλιστρήσει στα υπόγεια. Ο Πέρσης, την ώρα που κατέβαινε, κρατούσε το πιστόλι του με τα δόντια.
Ήταν περίεργο, μα ο υποκόμης είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Πέρση. Παρά το ότι δεν ήξερε τίποτα γι' αυτόν και τα λεγόμενά του δεν έκαναν άλλο από το να μεγαλώνουν το μυστήριο αυτής της περιπέτειας, δεν είχε καμιά απολύτως αμφιβολία πως σ' αυτήν την κρίσιμη στιγμή ο Πέρσης ήταν με το μέρος το δικό του και εναντίον του Ερίκ. Η ταραχή του, όταν του μίλησε για το «τέρας», του φάνηκε ειλικρινής και το ενδιαφέρον του αληθινό. Άλλωστε, αν ο Πέρσης είχε κακό σκοπό για τον Ραούλ, δε θα τον είχε οπλίσει με τα ίδια του τα χέρια. Και τελικά, για να πούμε όλη την αλήθεια: έπρεπε πάση θυσία να βρει την Κριστίν! Ο Ραούλ δεν είχε άλλη δυνατότητα επιλογής. Αν είχε διστάσει, έστω και γιατί θα αμφισβητούσε τις καλές προθέσεις του Πέρση, ο νέος άντρας θα θεωρούσε τον εαυτό του δειλό και τιποτένιο.
Τώρα, ήρθε η σειρά του Ραούλ να γονατίσει και να κρεμαστεί με τα δυο του χέρια από την καταπακτή. «Αφήστε τα χέρια σας!» άκουσε κι αφέθηκε να πέσει στην αγκαλιά του Πέρση που του είπε να ριχτεί αμέσως μπρούμυτα και που ξανάκλεισε την καταπακτή δίχως ο Ραούλ να καταλάβει πώς· τέλος, ξάπλωσε κι αυτός πλάι στον υποκόμη. Ο Ραούλ, θέλησε να τον ρωτήσει κάτι, όμως το χέρι του Πέρση του 'κλείσε το στόμα· αμέσως μετά άκουσε μια φωνή που αναγνώρισε: ήταν η φωνή του αστυνόμου που τον είχε ανακρίνει λίγο πριν.
Ο Ραούλ και ο Πέρσης, εκείνη την ώρα βρισκόντουσαν πίσω από κάτι σαν φράχτη που τους έκρυβε εντελώς. Εκεί κοντά ήταν μια στενή σκάλα που οδηγούσε σ' ένα μικρό δωμάτιο. Εδώ έπρεπε να βρίσκεται ο αστυνόμος, που πήγαινε πέρα δώθε κάνοντας διάφορες ερωτήσεις· άκουγαν το θόρυβο των βημάτων του και τον ήχο της φωνής του.
Το φως ήταν αδύναμο, όμως, επειδή μόλις είχαν βγει από το απόλυτο σκοτάδι του μυστικού διαδρόμου, ο Ραούλ δε δυσκολεύτηκε καθόλου να διακρίνει τι βρισκόταν γύρω του.
Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα υπόκωφο επιφώνημα, γιατί γύρω του βρισκόντουσαν τρία πτώματα.
Το πρώτο κείτονταν πάνω στο στενό κεφαλόσκαλο της μικρής σκάλας που ανέβαινε ως απάνω, στην πόρτα που πίσω της βρισκόταν ο αστυνόμος. Τα άλλα δύο είχαν κυλίσει στο κάτω μέρος της σκάλας κι είχαν τα χέρια σταυρωμένα. Ο Ραούλ, περνώντας τα δάχτυλά του μέσα απ' το «φράχτη» που τους έκρυβε μπόρεσε ν' αγγίξει το χέρι του ενός απ' τους δυστυχισμένους.
«Σιωπή!» ψιθύρισε ο Πέρσης. Είχε δει κι αυτός τα πτώματα και με μια λέξη εξήγησε το γεγονός:
Τώρα, η φωνή του αστυνόμου ακουγόταν πιο δυνατά. Ζητούσε από το διευθυντή σκηνής να του εξηγήσει πώς λειτουργεί το σύστημα του φωτισμού. Πρέπει λοιπόν, να βρίσκονταν μπρος στο «παιχνίδι του αρμόνιου» ή σε κάποιο από τα εξαρτήματά του. Αντίθετα απ' ό,τι θα πίστευε κανείς, ειδικά όταν μιλάμε για το θέατρο της Όπερας, το «παιχνίδι του αρμόνιου» δεν έχει καμιά σχέση με τη μουσική. Εκείνη την εποχή, χρησιμοποιούσαν τον ηλεκτρισμό μόνο για ορισμένα σκηνικά εφέ και για τα κουδούνια. Το τεράστιο κτίριο και η σκηνή φωτιζόντουσαν με γκάζι και συγκεκριμένα με υγραέριο το οποίο ρύθμιζαν ανάλογα με το φωτισμό που απαιτούσε το κάθε σκηνικό. Αυτό γινόταν με τη βοήθεια ενός ειδικού εργαλείου που ήταν κατασκευασμένο από πολλούς σωλήνες, γι' αυτό και το ονόμασαν «αρμόνιο».
Κοντά στην τρύπα απ' όπου διοχέτευαν το αέριο, υπήρχε μια μικρή καμπίνα για το διευθυντή του φωτισμού. Απ' αυτήν την καμπίνα ο διευθυντής του φωτισμού έδινε οδηγίες στους υπαλλήλους και επέβλεπε το τι γινόταν. Σ' αυτήν την καμπίνα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται ο Μοκλέρ. Μόνο που ο Μοκλέρ δε βρισκόταν στην καμπίνα του και οι υπάλληλοι δεν ήταν στις θέσεις τους.
«Μοκλέρ! Μοκλέρ!»
Η φωνή του διευθυντή σκηνής αντηχούσε τώρα στα υπόγεια πολύ δυνατά. Όμως ο Μοκλέρ δεν απαντούσε.
Είπαμε πριν πως μια μικρή πόρτα άνοιγε κι έβγαινε σε μια μικρή σκάλα που κατέβαινε στο δεύτερο υπόγειο. Ο αστυνόμος την έσπρωξε αλλά η πόρτα δεν άνοιξε: «Για κοιτάχτε! Κοιτάξτε, κύριε διευθυντά, δεν μπορώ ν' ανοίξω αυτήν την πόρτα… είναι πάντα έτσι δύσκολο ν' ανοίξει;»
Читать дальше