«Κύριε, ελπίζω να μην είπατε τίποτε, γιατί το μυστικό του Ερίκ είναι και το μυστικό της Κριστίν Ντααέ! Γιατί, αν μιλήσετε για τον έναν, είναι σαν να μιλάτε και για την άλλην!»
«Ω! κύριε!» είπε ο Ραούλ όλο και πιο ανυπόμονος, «μοιάζει να ξέρετε πολλά πράγματα που μ' ενδιαφέρουν, ωστόσο δεν έχω τώρα καιρό να σας ακούσω!»
«Σας ρωτώ τότε ξανά, κύριε ντε Σανιύ, πού πάτε τόσο βιαστικός;»
«Δεν το μαντεύετε; Πάω να σώσω την Κριστίν Ντααε…»
«Τότε, κύριε, καλύτερα θα 'ναι να μείνετε εδώ… γιατί η Κριστίν Ντααέ είναι εδώ!…»
«Με τον Ερίκ;»
«Με τον Ερίκ!»
«Και πώς το ξέρετε εσείς;»
«Ήμουν στην παράσταση και δεν υπάρχει άλλος κανείς που να μπορεί να διοργανώσει μια τέτοια απαγωγή!… Ω!…» είπε αναστενάζοντας βαθιά, «αναγνώρισα το χέρι του τέρατος!…»
«Τον ξέρετε λοιπόν;»
Ο Πέρσης δεν απάντησε, ο Ραούλ όμως άκουσε ξανά έναν αναστεναγμό.
«Κύριε!» είπε ο Ραούλ, «αγνοώ τις προθέσεις σας…μήπως όμως μπορείτε να κάνετε κάτι για μένα;… Θέλω να πω για την Κριστίν Ντααέ;»
«Έτσι νομίζω, κύριε ντε Σανιύ… γι' αυτό και βρίσκομαι εδώ».
«Τι μπορείτε να κάνετε;»
«Μπορώ να προσπαθήσω να σας οδηγήσω κοντά της… και κοντά του!»
«Κύριε, αυτό προσπάθησα και να κάνω αλλά δίχως να τα καταφέρω! Αν με βοηθήσετε, τότε σας χρωστάω τη ζωή μου!… Κύριε… ακόμη μια λέξη: ο αστυνόμος, μόλις μου είπε ότι την Κριστίν Ντααέ την απήγαγε ο αδελφός μου, ο κόμης Φιλίπ…»
«Ω! κύριε ντε Σανιύ, εγώ δεν πιστεύω λέξη απ' όλ' αυτά…»
«Δεν είναι δυνατόν να συνέβη κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;»
«Δεν ξέρω αν είναι δυνατόν ή όχι, όμως η απαγωγή αυτή έγινε μ' έναν ορισμένο τρόπο κι απ' ό,τι ξέρω ο κόμης Φιλίπ δεν έχει ποτέ ασχοληθεί με μαγεία».
«Τα επιχειρήματά σας, κύριε, είναι εντυπωσιακά και γω είμαι τρελός από αγωνία!… Ω! κύριε! ας πάμε γρήγορα! Ας τρέξουμε! Ας τρέξουμε! Αφήνομαι στα χέρια σας!… Πώς είναι δυνατόν να μην σας πιστέψω όταν μόνο εσείς με πιστεύετε; Όταν είσαστε ο μόνος που δε χαμογελά ειρωνικά μόλις αναφέρω το όνομα του Ερίκ;!»
Μ' αυτά τα λόγια, ο νέος άντρας, που τα χέρια του έκαιγαν απ' τον πυρετό, έπιασε με μια αυθόρμητη κίνηση τα χέρια του Πέρση. Ήταν παγωμένα.
«Ησυχία!» είπε ο Πέρσης προσπαθώντας ν' αφουγκραστεί τους μακρινούς θορύβους απ' το θέατρο και τον παραμικρότερο θόρυβο απ' τους τοίχους και τους γειτονικούς διαδρόμους. Ας μην αναφέρουμε πια το όνομά του… ας λέμε απλά αυτός…έτσι θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες να μην τραβήξουμε την προσοχή του…»
«Νομίζετε, λοιπόν, πως βρίσκεται τόσο κοντά μας;»
«Όλα είναι πιθανά, κύριε… αν δε βρίσκεται αυτή τη στιγμή, μαζί με το θύμα του, στο σπίτι της Λίμνης».
«Α! και σεις λοιπόν γνωρίζετε αυτό το μέρος;»
«…Αν δεν βρίσκεται εκεί, μπορεί να είναι μέσα σ' αυτόν τον τοίχο, μέσα σ' αυτό το πάτωμα, μέσα σ' αυτό το ταβάνι! Πού να ξέρω!… Το μάτι του μπορεί να 'ναι πίσω από τούτη την κλειδαριά!… και τ' αφτί του πίσω από τούτο το δοκάρι!…» και ο Πέρσης, παρακαλώντας τον να μην κάνει τον παραμικρότερο θόρυβο, οδήγησε τον Ραούλ μέσα σε διαδρόμους που εκείνος δεν είχε δει ποτέ, ούτε όταν η Κριστίν τον σεργιάνιζε σ' αυτόν το λαβύρινθο.
«Φτάνει», είπε ο Πέρσης, «φτάνει να 'χει φτάσει ο Δαρείος!»
«Ποιος είναι αυτός ο Δαρείος;» ρώτησε ο νέος τρέχοντας.
«Ο Δαρείος είναι ο υπηρέτης μου…»
Εκείνη τη στιγμή βρισκόντουσαν στο κέντρο μιας πραγματικά έρημης πλατείας, σ' ένα τεράστιο χώρο που φωτιζόταν αμυδρά από ένα φανάρι. Ο Πέρσης σταμάτησε τον Ραούλ και πολύ σιγά, μα πάρα πολύ σιγά, τόσο σιγά που ο Ραούλ δυσκολευόταν να τον ακούσει, τον ρώτησε:
«Τι είπατε στον αστυνόμο;»
«Του είπα πως ο κλέφτης της Κριστίν Ντααέ είναι ο Άγγελος της μουσικής, δηλαδή το Φάντασμα της Όπερας που το πραγματικό του όνομα είναι…»
«Σσσστ!… Και ο αστυνόμος σας πίστεψε;»
«Όχι».
«Δεν έδωσε καμιά σημασία σε όσα του είπατε;»
«Καμία!»
«Σας πέρασε για λίγο τρελό;»
«Ναι».
«Τόσο το καλύτερο!» αναστέναξε ο Πέρσης.
Και η πορεία συνεχίστηκε.
Αφού ανέβηκαν και κατέβηκαν ένα σωρό σκάλες, που ο Ραούλ έβλεπε για πρώτη φορά, οι δυο άντρες βρέθηκαν μπρος σε μια πόρτα, που ο Πέρσης άνοιξε μ' ένα μικρό πασπαρτού που είχε σε μια τσέπη του γιλέκου του. Ο Πέρσης, όπως και ο Ραούλ, φορούσε φυσικά φράκο. Μόνο που, ενώ ο Ραούλ φορούσε ένα ψηλό καπέλο, ο Πέρσης φορούσε ένα σκουφί από αστρακάν, το οποίο έχω ήδη αναφέρει. Ήταν μια παραφωνία και αποτελούσε παράβαση του κώδικα κομψότητας που απαιτούσε ψηλό καπέλο· όμως, στη Γαλλία, στους ξένους επιτρέπεται κάθε εκκεντρικότητα: το ταξιδιωτικό κασκέτο στους Άγγλους, το σκουφί από αστρακάν στους Πέρσες.
Читать дальше