«Πρέπει ν' ασπρίσω, για να με ταΐζει κι εμένα καλά», σκέφτηκε η καλιακούδα.
Και βάλθηκε να βρει τρόπο ν' ασπρίσει.
Μια μέρα, που κάποιος άλλος χωρικός έβαφε τις πόρτες του σπιτιού του άσπρες, η καλιακούδα βουτήχτηκε μέσα στον κουβά με το χρώμα κι όταν βγήκε ήταν κάτασπρη.
Η χαρά της δεν περιγράφεται.
Πέταξε πρώτα πάνω σ' ένα δέντρο κι έμεινε εκεί, στον ήλιο, ώσπου στέγνωσε κι έπειτα, μαζί με τ' άλλα περιστέρια, χώθηκε κι αυτή στον περιστεριώνα. Τα περιστέρια δεν την κατάλαβαν κι έτσι την άφηναν να τρώει ελεύθερα από τους σπόρους, που τους έριχνε άφθονους ο χωρικός.
Τις πρώτες μέρες, η πεινασμένη καλιακούδα δεν σταματούσε να τρώει κι έτσι δεν έβγαζε μιλιά από το ράμφος της.
Όταν όμως χόρτασε την πείνα της, θέλησε κι αυτή να πιάσει συζήτηση με τα περιστέρια.
Αλλά, μόλις άνοιξε το στόμα της κι έβγαλε τον πρώτο κρωγμό, τα περιστέρια κατάλαβαν πως ήτανε ξένο πουλί κι έπεσαν όλα απάνω της κι άρχισαν να την ραμφίζουν.
Η δυστυχισμένη η καλιακούδα τρόμαξε να γλιτώσει από τις τσιμπιές τους και γύρισε στα χωράφια.
Αλλά, μόλις την είδαν εκεί οι άλλες καλιακούδες, δεν την άφησαν να τσιμπήσει ούτε ένα σπειρί, γιατί την πέρασαν για περιστέρι.
Έπεσαν, λοιπόν, κι αυτές απάνω της κι άρχισαν να την ραμφί-ζουν, ώσπου αναγκάστηκε να φύγει νηστική.
Το Κουνούπι και το Λιοντάρι
Μια μέρα, ένα κουνούπι στάθηκε αντίκρυ σ' ένα λιοντάρι και του είπε θαρρετά:
– Γιατί είσαι τόσο φαντασμένο και νομίζεις πως είσαι ο βασιλιάς όλων των ζώων και πως όλοι σε φοβούνται, ακόμα κι οι άνθρωποι; Εγώ, είμαι ένα μικρό κουνούπι κι ωστόσο δεν σε φοβάμαι.
– Εσύ δεν με φοβάσαι; ρώτησε γελώντας το λιοντάρι.
– Ναι, δεν σε φοβάμαι, ξαναείπε το κουνούπι. Άλλωστε, ποια είναι η δύναμή σου, που καυχιέσαι γι' αυτήν; Ξέρεις και γρατσουνάς με τα νύχια σου και ξέρεις και δαγκώνεις με τα δόντια σου. Το ίδιο κάνει και μια γυναίκα, όταν μαλώνει με τον άντρα της. Εγώ, όμως, είμαι πιο δυνατό από σένα, κι αν δεν το πιστεύεις, έλα να πολεμήσουμε.
Το λιοντάρι τίναξε περιφρονητικά την ουρά του, αλλά δεν το πέτυχε. Και το κουνούπι, όλο ζουζούνιζε κοντά στ' αυτί του:
– Έλα να πολεμήσουμε και θα δεις ότι θα σε νικήσω. Δεν κρατήθηκε πια το λιοντάρι και του είπε:
– Έλα λοιπόν να πολεμήσουμε, αφού το θέλεις. Τότε το κουνούπι όρμησε απάνω του και το τσίμπησε στα ρουθούνια, εκεί που δεν υπήρχαν καθόλου τρίχες.
Το λιοντάρι πόνεσε, έβγαλε τη γλώσσα του, για ν' αρπάξει το κουνούπι, αλλ' εκείνο του ξέφυγε κι έπειτα κόλλησε πάλι απάνω στα ρουθούνια του.
Το λιοντάρι έγλειφε με τη γλώσσα τα πληγωμένα του ρουθούνια, χτυπούσε μανιασμένα τον αέρα με την ουρά του, πηδούσε σαν τρελό, αλλά το κουνούπι το τσιμπούσε ολοένα.
Έπειτα πέταξε πιο πέρα κι άρχισε να ζουζουνίζει χαρούμενο:
– Είδες πως δεν αξίζει τίποτα η δύναμή σου μπροστά στη δική μου; του έλεγε ειρωνικά.
Αλλά το λιοντάρι, που το έτσουζαν τα τσιμπήματα του κουνου-πιού, δεν είχε όρεξη να συνεχίσουν τη συζήτηση, μόνο έφυγε τρέ-χοντας, για να χώσει το μουσούδι του στην κρύα πηγή, μήπως αλα-φρώσουν οι πόνοι που ένιωθε.
Τότε πέταξε και το κουνούπι, περήφανο για την επιτυχία του.
Κι ήτανε τόσο περήφανο κι ευχαριστημένο που νίκησε το λιοντάρι, ώστε δεν πρόσεχε πού πετούσε κι έπεσε απάνω στο απλωμένο δίχτυ μιας αράχνης.
Από το δίχτυ εκείνο δεν μπόρεσε πια να ξεφύγει. Και καθώς η αράχνη πήγε κοντά του, για να το φάει, το δυστυχισμένο το κου-νούπι άρχισε να κλαίγεται και να τα βάζει με τη μοίρα του:
– Είμαι άτυχο! έλεγε. Νίκησα το βασιλιά των ζώων και τώρα θα με φάει ένα τιποτένιο ζωύφιο, μια αράχνη!
Ένας βοσκός είχε λίγα δικά του πρόβατα, αλλά έπαιρνε και τα πρόβατα των άλλων συχωριανών του και τα βοσκούσε όλα μαζί, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του.
Τα 'παιρνε κάθε βράδυ, και τα πήγαινε στην πλαγιά του αντικρινού βουνού, όπου το χωράφι ήταν παχύ και τα πρόβατα έβρισκαν να φάνε όσο ήθελαν. Καθόταν εκεί όλη τη νύχτα και τα φύλαγε κι έπειτα, όταν έβγαινε ο ήλιος τα ξαναπήγαινε στο χωριό και τα 'κλεινε μέσα στο μαντρί για να ησυχάσουν.
Η δουλειά όμως που έκανε δεν του άρεσε. Όχι πως ήτανε κου-ραστική, γιατί, τις περισσότερες ώρες, καθότανε στη ρίζα κανενός δέντρου και έπαιζε τη φλογέρα του. Αλλ' από την πλαγιά του βουνού, όπου βρισκόταν, έβλεπε τα σπίτια του χωριού, βυθισμένα στο σκοτάδι με τα πορτοπαράθυρα κλειστά και σκεφτόταν πως, εκείνη την ώρα, οι συχωριανοί του κοιμόντουσαν ήσυχοι, κι αυτό τον έκανε να ζηλεύει. Γιατί, την ήμέρα, που πήγαινε αυτός στο χωριό, δεν μπορούσε να κοιμηθεί τόσο ήσυχα, όσο θα κοιμόταν αν ήταν νύχτα. Ούτε πάλι μπορούσε να κοιμηθεί τη νύχτα, στο λιβάδι, γιατί φοβόταν μην πέσουν λύκοι στο κοπάδι και του το ρημάξουν.
Читать дальше