«Κριστίν!» είπε ο νεαρός άντρας, «από δω μέσα ή θα βγούμε μαζί ή θα πεθάνουμε κι οι δυο!»
«Από μας εξαρτάται να βγούμε από δω μέσα σώοι και αβλαβείς», είπα, «όμως θα πρέπει να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας. Γιατί σας έδεσε, δεσποινίς; Αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορείτε να φύγετε από το σπίτι του… το ξέρει καλά!»
«Θέλησα να σκοτωθώ! Απόψε το βράδυ, το τέρας, αφού με μετέφερε εδώ λιπόθυμη, (μου είχε δώσει χλωροφόρμιο) έφυγε. Απ' ό,τι φαίνεται — απ' ό,τι μου είπε — πήγε στον τραπεζίτη του!… Όταν επέστρεψε με βρήκε με το πρόσωπο γεμάτο αίματα… προσπάθησα να σκοτωθώ χτυπώντας το κεφάλι μου στον τοίχο!»
«Κριστίν!» αναστέναξε ο Ραούλ κι άρχισε να κλαίει.
«Έτσι λοιπόν, μ' έδεσε… δεν έχω το δικαίωμα να σκοτωθώ πριν από αύριο, στις έντεκα η ώρα!…»
Όλη αυτή η συζήτηση μέσα απ' τον τοίχο ήταν πολύ πιο κομματιαστή και πολύ πιο προσεχτική απ' όσο μπόρεσα να τη μεταφέρω εδώ. Συχνά σταματούσαμε στη μέση μιας φράσης, είτε γιατί μας φάνηκε πως ακούσαμε ένα «ρίξιμο, είτε κάποια βήματα, είτε κάποιο παράξενο θόρυβο… Εκείνη μας έλεγε: «Όχι! Όχι!' δεν είναι αυτός!… Έχει βγει έξω απ' το σπίτι! Είμαι σίγουρη! Αναγνώρισα το θόρυβο που κάνει όταν κλείνει ο τοίχος της λίμνης».
«Δεσποινίς!» της είπα, «το τέρας σας έδεσε κι αυτό θα σας λύσει… Όλο κι όλο που χρειάζεται γι' αυτό είναι να παίξετε καλά το σωστό ρόλο!… Μην ξεχνάτε πως σας αγαπά!»
«Τι δυστυχισμένη που είμαι!… Πώς θα μπορούσα ποτέ να το ξεχάσω;»
«Θυμηθείτε το λοιπόν, για να μπορέσετε να του χαμογελάσετε!… παρακαλέστε τον…πείτε του πως τα σκοινιά σας πονάνε».
Εκείνη τη στιγμή όμως η Κριστίν Ντααέ μας είτε:
«Σσστ! Κάτι ακούω στον τοίχο της λίμνης!… Αυτός είναι!… Φύγετε!… Φύγετε!… Φύγετε!…»
«Δε θα φύγουμε…ακόμα κι αν το θέλαμε δεν μπορούμε να φύγουμε!» της είπα μ' ένα βαρύγδουπο ύφος για να την εντυπωσιάσω. «Δεν μπορούμε πια να φύγουμε από δω! Και μην ξεχνάτε πως βρισκόμαστε στην αίθουσα των βασανιστηρίων!»
«Ησυχία», είπε ξανά η Κριστίν.
Σταματήσαμε κι οι τρεις.
Βαριά βήματα σύρθηκαν πίσω απ' τον τοίχο, μετά σταμάτησαν και μετά έκαναν ξανά το πάτωμα να τρίζει.
Ύστερα ακούστηκε ένας φοβερός στεναγμός, που τον ακολούθησε μια κραυγή τρόμου της Κριστίν κι ακούσαμε τη φωνή του Ερίκ.
«Σου ζητώ συγνώμη που σου δείχνω ένα τέτοιο πρόσωπο! Σε ωραία κατάσταση βρίσκομαι, έτσι δεν είναι; Φταίει ο άλλος! Γιατί χτύπησε το κουδούνι; Εγώ ρωτώ ποτέ τους περαστικούς τι ώρα είναι; Τώρα πια δε θα ξαναρωτήσει ποτέ τι ώρα είναι. Φταίει η σειρήνα…»
Ακούστηκε ακόμη ένας στεναγμός, πιο βαθύς, πιο τρομερός, που ερχόταν από την άβυσσο μιας ψυχής.
«Γιατί φώναξες, Κριστίν;»
«Γιατί υποφέρω, Ερίκ».
«Νόμισα πως σε τρόμαξα…»
«Ερίκ, χαλαρώστε τα δεσμά μου… μ' έχετε αιχμάλωτη;»
«Θα προσπαθήσεις ξανά να σκοτωθείς…»
«Μα, μου 'χετε δώσει διορία μέχρι αύριο το βράδυ στις έντεκα, Ερίκ…»
Ακούστηκαν ξανά βήματα να σέρνονται στο πάτωμα.
«Εντάξει… άλλωστε, αφού πρέπει να πεθάνουμε μαζί… και εγώ βιάζομαι όπως και εσύ… ναι, κι εγώ δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζωή, καταλαβαίνεις;… Περίμενε, μην κουνιέσαι, θα 'ρθω να σε λύσω… Μόνο μια λέξη να πεις: Οχι και θα 'ρθει το τέλος για όλον τον κόσμο… Έχεις δίκιο… έχεις δίκιο! Γιατί να περιμένουμε μέχρι αύριο στις έντεκα; Α, ναι! Γιατί θα είναι πιο όμορφο… πάντα είχα τη μανία για το σκηνικό… για το μεγαλοπρεπές… πρόκειται για παιδισμό! Το μόνο που πρέπει να σκέφτεται κανείς σε όλη του τη ζωή είναι ο θάνατος του… όλα τ' άλλα είναι επιφανειακά… Βλέπεις πόσο βρεγμένος είμαι; Α, γλυκιά μου, δεν έπρεπε να βγω έξω! έκανα λάθος που βγήκα έξω! Ο καιρός είναι φριχτός!… Πέρα απ' αυτό… Κριστίν νομίζω πως έχω παραισθήσεις, πως βλέπω οράματα… Ξέρεις, αυτός που μόλις πριν λίγο έκανε τη σειρήνα να χτυπήσει — πήγαινε τώρα να δεις αν χτυπά απ' το βάθος της λίμνης — λοιπόν, έμοιαζε… Έτσι, γύρνα τώρα… Είσαι ευχαριστημένη; Νάσαι ελεύθερη… Ω, Θεέ μου, οι καρποί των χεριών σου, Κριστίν! Σε πόνεσα ε; Και μόνο γι' αυτό μου αξίζει να πεθάνω… Μια που μιλάμε για θάνατο, πρέπει να. τον λειτουργήσω!»
Ακούγοντας αυτά τα τρομερά πράγματα ένα φριχτό προαίσθημα με πλημμύρσε… Και γω κάποτε είχα χτυπήσει την πόρτα του τέρατος… και… δίχως να το ξέρω φυσικά… θα πρέπει να 'βαλα σε λειτουργία κάποιον μηχανισμό συναγερμού… Θυμήθηκα τα δυο μπράτσα που πρόβαλαν από τα μαύρα σαν μελάνι νερά της λίμνης… Ποιος να 'ταν άραγε ο δυστυχισμένος που χάθηκε σ' αυτές τις όχθες;
Η σκέψη γι' αυτόν το δύστυχο, δε μ' άφηνε να χαρώ με το κόλπο της Κριστίν, όμως, ο υποκόμης ντε Σανιύ δίπλα στ' αφτί μου μουρμούριζε αυτήν τη μαγική λέξη: ελεύθερη!… Μα ποιος λοιπόν; Ποιος ήταν ο άλλος; Για ποιον ακούγαμε τη νεκρώσιμη ακολουθία; Α! Τι υπέροχο οργισμένο τραγούδι! Ολόκληρο το σπίτι της Λίμνης έτρεμε… τα βάθη της γης ανατρίχιαζαν… Είχαμε κολλήσει τ' αφτιά μας στον τοίχο με τον καθρέφτη για να παρακολουθήσουμε καλύτερα το παιχνίδι της Κριστίν Ντααέ, το παιχνίδι που έπαιζε για να σωθούμε, αλλά δεν μπορούσαμε ν' ακούσουμε τίποτ' άλλο από τη νεκρώσιμη ακολουθία. Επρόκειτο μάλλον για μια λειτουργία κολασμένων… Έτσι, καθώς πλημμύριζε τα έγκατα της γης, ήταν σαν ένα δαιμονικό ροντό.
Читать дальше