– Και ποιο θα κάνει βασιλιά; ρώτησε περίεργο το ελάφι. Μήπως το αγριογούρουνο;
– Όχι, γιατί είναι άμυαλο.
– Την αρκούδα;
– Αυτή όλο το χειμώνα πέφτει στον ύπνο και ξυπνάει την άνοιξη.
– Το λεόπαρδο;
– Θυμώνει με το παραμικρό, και δεν κάνει για βασιλιάς.
– Την τίγρη;
– Αυτή είναι πολύ φαντασμένη.
– Τότε, λοιπόν, ποιον λέει να βάλει βασιλιά; ρώτησε απορώντας το ελάφι.
– Εσένα, ελάφι μου, αποκρίθηκε η γριά αλεπού.
– Εμένα; Και πώς του ήρθε αυτή η ιδέα;
– Κι εγώ το ρώτησα και μου εξήγησε γιατί θέλει να σε κάνει βασιλιά. Είσαι, λέει, πολύ ψηλό και δυνατό, ζεις πολλά χρόνια και τα κέρατά σου τα φοβούνται όλα τ' αγρίμια, ακόμη και τα φίδια. Λοιπόν, τώρα τι θα μου δώσεις για την καλή είδηση που σου έφερα; Τάξε μου γρήγορα, γιατί βιάζομαι να γυρίσω στη φωλιά του λιοντα-ριού. Τώρα που είναι άρρωστο, δεν μπορεί να κάνει χωρίς εμένα. Αν θέλεις, μάλιστα, ν' ακούσεις τη συμβουλή μου, έλα και συ μαζί μου, για να 'σαι εκεί, την ώρα που θα πεθάνει κι έτσι να γίνεις αμέσως βασιλιάς των αγριμιών.
Το ελάφι χάρηκε τόσο πολύ, που θα γινότανε βασιλιάς των αγριμιών, ώστε ακολούθησε τη γριά αλεπού, χωρίς να υποψιαστεί τίποτα.
Το λιοντάρι, μόλις το είδε να μπαίνει στη σπηλιά, χύμηξε απάνω του αλλά, καθώς ήταν άρρωστο, δεν μπόρεσε να το δαγκώσει στο λαιμό, αλλά στ' αυτί, που του το έκοψε και το ελάφι το 'βαλε στα πόδια.
– Αχ, τι έκανες! φώναξε απελπισμένη η γριά αλεπού. Κρίμα τους κόπους μου!
Το λιοντάρι βρυχήθηκε, θυμωμένο, γιατί δεν μπόρεσε να κατασπαράξει το ελάφι.
– Κάνε μου τη χάρη, κυρά αλεπού, την παρακάλεσε, να ξαναπάς να μου το φέρεις.
– Θα προσπαθήσω! υποσχέθηκε η γριά αλεπού.
Και ξαναβγήκε στο λόγγο, με το μουσούδι της στο χώμα, για να οσμίζεται πιο εύκολα τ' αχνάρια του ελαφιού.
Τέλος, βρήκε κάτι βοσκούς και τους ρώτησε:
– Μήπως είδατε ένα πληγωμένο ελάφι;
– Είναι εκεί πέρα, μέσα στις φτέρες ξαπλωμένο, της είπαν.
Η γριά αλεπού πήγε και το βρήκε.
– Φύγε από μπροστά μου, βρωμο – αλεπού! της φώναξε το ελάφι θυμωμένο. Μην έρθεις κοντά μου γιατί θα σε τρυπήσω με τα κέρατά μου. Πήγαινε να πουλήσεις τις πονηριές σου αλλού, γιατί εμένα δεν πρόκειται να κοροϊδέψεις άλλη φορά!
– Δεν το περίμενα να είσαι τόσο φοβιτσιάρικο, ελάφι μου! του αποκρίθηκε η γριά αλεπού. Γιατί υποψιάζεσαι και φοβάσαι εμένα, που είμαι η καλύτερη φίλη σου; Έτσι φοβήθηκες κι υποψιάστηκες και το λιοντάρι και κινδυνεύεις να μη γίνεις βασιλιάς!
– Αφού χύμηξε απάνω μου να με φάει….
– Λάθος κάνεις! Σ' έπιασε από τ' αυτί για να σου δώσει κρυφά τις οδηγίες του και συ τρόμαξες και το 'βαλες στα πόδια κι έτσι έμεινε τ' αυτί σου στα δόντια του. Και τώρα θύμωσε μαζί σου και θέλει να κάνει το λύκο βασιλιά!
– Το λύκο; ρώτησε ταραγμένο το ελάφι.
– Ναι, ελάφι μου, το λύκο, και ξέρεις τι κακούργος είναι. Γι' αυτό, έλα γρήγορα, να προφτάσεις το λιοντάρι ζωντανό και να σε κάνει εσένα βασιλιά.
– Μου λες αλήθεια, κυρά – αλεπού; ρώτησε το ελάφι, διστάζοντας ακόμα.
– Σου ορκίζομαι σ' όλα τα φύλλα των δέντρων και σ' όλες τις πηγές του λόγγου, πως όσα σου λέω είναι αλήθεια.
– Τότε πάμε!
Και ξεκίνησαν για τη σπηλιά του λιονταριού. Αυτή τη φορά, όμως, το λιοντάρι περίμενε να πλησιάσει πρώτα το ελάφι κι έπειτα χύμηξε ξαφνικά απάνω του και του 'σπασε το σβέρκο με τα δόντια του. Έπειτα άρχισε να το κατασπαράζει και να τρώει με λαιμαργία το κρέας, τα κόκαλα, τα εντόσθια.
Η γριά αλεπού βρήκε την ευκαιρία κι αρπάζοντας την καρδιά του ελαφιού, την έφαγε γρήγορα – γρήγορα.
Όταν τελείωσε το φαγητό του, το λιοντάρι έψαξε να βρει και την καρδιά του ελαφιού.
– Πού είναι η καρδιά του; ρώτησε.
– Δεν είχε καρδιά! του αποκρίθηκε η πονηρή αλεπού και, για καλό και για κακό, έτρεξε κοντά στην είσοδο της σπηλιάς, για να μπορεί να το σκάσει πιο εύκολα.
– Πώς δεν είχε καρδιά; απόρησε το λιοντάρι.
– Τι καρδιά ήθελες να 'χει, αφού μπήκε δυο φορές μέσα στη σπηλιά σου, ώσπου το 'φαγες;
Το καημένο το ελάφι είχε καρδιά, αλλά μυαλό δεν είχε. Γιατί, αν είχε μυαλό, δεν θα ήτανε φιλόδοξο, κι αν δεν ήτανε φιλόδοξο, δεν θα πίστευε τις ψεύτικες υποσχέσεις της αλεπούς.
Μια φορά, μαζεύτηκαν όλα τα ζώα του δάσους για να διαλέξουν βασιλιά.
– Οι άνθρωποι έχουν βασιλιάδες και γι' αυτό είναι αφέντες μας, έλεγαν. Γιατί οι βασιλιάδες κάθε τόσο κηρύχνουν τον πόλεμο κι οι άνθρωποι έμαθαν να πολεμούνε. Ενώ εμείς δεν έχουμε βασιλιά, που να κηρύχνει τον πόλεμο κι έτσι, αντί να πολεμάμε, κυνηγάμε το καθένα για λογαριασμό του, ίσια – ίσια για να βρίσκουμε την τροφή μας. Πρέπει λοιπόν να 'χουμε κι εμείς βασιλιά, για να πολεμούμε όπως οι άνθρωποι!
Читать дальше