– Ας πούμε πως έχεις δίκιο που ξυπνάς τους ανθρώπους από τη νύχτα, είπε. Πρέπει όμως να σε φάω γιατί δεν έχεις μια γυναίκα μονάχα, αλλ' έχεις όλες τις κότες του κοτετσιού δικές σου.
– Αν δεν τις είχα όλες δικές μου, δεν θα γεννούσαν πολλά αυγά, αποκρίθηκε ο πετεινός.
– Επειδή βρίσκεις εσύ όμορφες δικαιολογίες, εγώ δεν πρέπει να μείνω νηστικός! είπε ο αγριόγατος.
Και, βρίσκοντας την ευκαιρία, που ζητούσε τόσην ώρα, πήδησε πάνω στο λαιμό του πετεινού και τον έπνιξε.
Ένας αετός και μια αλεπού έπιασαν μεγάλες φιλίες.
Μια μέρα, ο αετός είπε στην αλεπού:
– Ξέρεις τι σκέφτηκα;
– Τι; τον ρώτησε εκείνη.
– Να χτίσουμε τις φωλιές μας κοντά – κοντά, μια που είμαστε τόσο φίλοι. Έτσι, θα βλεπόμαστε κάθε μέρα και θα τα λέμε καλύτερα.
– Καλά το σκέφτηκες, είπε η αλεπού. Έτσι ας γίνει!
Ο αετός λοιπόν διάλεξε ένα ψηλό δέντρο, στην κορυφή του βουνού, έστησε ανάμεσα στα κλαδιά του τη φωλιά κι έβαλε μέσα τ' αετόπουλά του.
Κάτω από το δέντρο, μέσα σε κάτι πυκνούς θάμνους, έφτιασε κι η αλεπού τη φωλιά της κι έβαλε μέσα τ' αλεπουδάκια της.
Οι δυο φίλοι περνούσαν καλά τις πρώτες μέρες.
Ο αετός κυνηγούσε λαγούς, αγριοκάτσικα, κι ό,τι έπεφτε στα νύχια του, το 'φερνε πάνω στο δέντρο, το 'τρωγε και τάιζε και τα αετόπουλα, που ήταν μικρά ακόμα και δεν είχαν φτερά για να πετάξουν και να κυνηγήσουν μόνα τους.
Η αλεπού πάλι έβγαινε τη νύχτα, κατέβαινε στο χωριό, έμπαινε σιγά – σιγά σε κανένα κοτέτσι, έπνιγε μερικές κότες κι έπειτα τις κουβαλούσε στη φωλιά της, όπου τις έτρωγε και τάιζε και τ' αλε-πουδάκια της, που ήταν πολύ μικρά και δεν μπορούσαν να βγούνε τη νύχτα να κυνηγήσουν μοναχά τους.
Μια μέρα, όμως, ο αετός βγήκε στο κυνήγι, όπως πάντοτε, αλλά δεν μπόρεσε να πιάσει τίποτα. Δεν βρήκε ούτε πρόβατο, ούτε αγριοκάτσικο, ούτε καν ένα λαγό.
Γύρισε, βράδυ, στη φωλιά του πεινασμένος και θυμωμένος για την ατυχία του.
Τ' αετόπουλα πεινούσαν κι αυτά κι άνοιγαν τα μικρούλια ράμφη τους, περιμένοντας να τους δώσουν να φάνε.
Ο αετός, όσο έβλεπε τα μικρά του πεινασμένα, τόσο θύμωνε περισσότερο.
Είχε πια νυχτώσει, δεν μπορούσε να βρει τίποτα, γιατί μόνο την ημέρα κυνηγούν οι αετοί και καθότανε συλλογισμένος στη φωλιά του.
Όπου, εκεί που καθότανε στη φωλιά του, άκουσε κάτω από το δέντρο δυνατά τσιριχτά: Ήταν τα μικρά τ' αλεπουδάκια, που πει-νούσανε κι αυτά, και τσίριζαν, γιατί η μητέρα τους, η αλεπού, δεν είχε γυρίσει ακόμα από το κυνήγι για να τους φέρει να φάνε.
Τα μάτια του αετού άστραψαν στο σκοτάδι.
«Βρήκα φαγητό για μένα και για τα παιδιά μου!», είπε μέσα του.
Και, χωρίς να χάσει καιρό, πέταξε κάτω, στους πυκνούς θάμνους, άρπαξε με τα νύχια του τα καημένα τ' αλεπουδάκια, τ' ανέβασε στη φωλιά του κι εκεί τα 'φαγε και τάισε τ' αετόπουλά του.
Όταν, ξημερώνοντας πια, γύρισε κι η αλεπού από το κυνήγι, βρήκε αδειανή τη φωλιά της.
Έψαξε γύρω, φώναξε και, ξαφνικά είδε αίματα να στάζουν από τη φωλιά του αετού και τότε κατάλαβε πως εκείνος της είχε αρπάξει τα παιδιά της και της τα είχε φάει.
– Καταραμένος να είσαι! του φώναξε η καημένη η αλεπού. Δεν σεβάστηκες τη φιλία μας, δεν λυπήθηκες τα καημένα τ' αλεπουδάκια μου, μου τα 'φαγες. Καταραμένος να είσαι.
Ο αετός δεν είπε τίποτα, γιατί κοιμότανε βαριά, έτσι χορτάτος καθώς ήταν.
Η αλεπού, που δεν μπορούσε να τον εκδικηθεί, έφυγε από κει και πήγε αλλού να στήσει τη φωλιά της.
Την ίδια μέρα, ο αετός στάθηκε τυχερός στο κυνήγι του:
Βρήκε κάτι ανθρώπους που είχανε βάλει πάνω στη θράκα κομμάτια κρέας και το 'ψηναν και, πέφτοντας απάνω τους, άρπαξε ένα μεγάλο κομμάτι μισοψημένο κρέας και το πήγε στη φωλιά του.
Αλλ' επάνω στο κρέας ήταν κολλημένα ένα – δυο καρβουνάκια αναμμένα. Τα ξερόκλαδα της φωλιάς του αετού έπιασαν τότε φωτιά, το δέντρο ολόκληρο λαμπάδιασε και κάηκαν κι η φωλιά και τ' αετόπουλα, που ήταν μικρά ακόμη και δεν είχανε φτερούγες για να μπορέσουν να πετάξουν.
Κι έτσι τιμωρήθηκε ο αετός που είχε προδώσει τη φιλία του με την αλεπού. Δεν μπόρεσε να τον τιμωρήσει η καημένη η αλεπού αλλ' ο Θεός δεν τον άφησε ατιμώρητο.
Ήτανε μια φορά, στα παλιά τα χρόνια, ένας ληστής, που τον έτρεμε όλος ο κόσμος. Στο δάσος, όπου είχε το λημέρι του, δεν τολμούσε να περάσει άνθρωπος, γιατί ο ληστής έπεφτε απάνω του, τον σκότωνε και του έπαιρνε ό,τι είχε.
Η φήμη του είχε απλωθεί σ' όλα τα γύρω μέρη, κι έτσι, σιγά – σιγά, όλοι οι άνθρωποι είχανε μάθει πια πως μέσα σ' εκείνο το δάσος κρυβόταν ένας αιμοβόρος ληστής και κανένας πια δεν περνούσε από κει. Προτιμούσαν να κάνουν μεγαλύτερο δρόμο, παρά να περάσουν μέσα από το επικίνδυνο δάσος.
Читать дальше