Η πεινασμένη αλεπού το λιγούρεψε αμέσως κι έψαχνε να βρει τρόπο για να το φάει. Ακόμα κι αν μπορούσε να σκαρφαλώσει στο δέντρο, θα 'χανε τον κόπο της, γιατί το κοράκι θα πετούσε μακριά και θα 'τρωγε αλλού το κρέας που είχε αρπάξει.
Πονηρή όμως όπως ήταν, σκέφτηκε να μεταχειριστεί άλλο μέσο για να πετύχει το σκοπό της.
Στάθηκε λοιπόν κάτω από το δέντρο, στήριξε τα μπροστινά της πόδια στον κορμό του και κοίταξε καλά το κοράκι.
– Εσύ είσαι, κυρ – κόρακα; του φώναξε.
Το κοράκι γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε, χωρίς ν' αφήσει το κομμάτι το κρέας.
– Ναι, εσύ είσαι! συνέχισε η αλεπού. Το ξέρεις πως δεν σε γνώρισα στην αρχή;
Το κοράκι την κοιτούσε περίεργο, χωρίς ν' απαντάει.
– Και πώς να σε γνωρίσω; ξαναείπε η αλεπού, κάνοντας όσο πιο τρυφερή μπορούσε τη φωνή της. Εσύ, καλέ μου κυρ – κόρακα, μεγάλωσες κι ομόρφηνες από τον καιρό που έχω να σε δω.
Το κοράκι, που κολακεύτηκε από τα λόγια της αλεπούς, φού-σκωσε το στήθος του και τίναξε δυο – τρεις φορές τις φτερούγες του, χωρίς όμως να σηκωθεί από το κλαδί κι ούτε ν' αφήσει το κομμάτι το κρέας, που κρατούσε με το ράμφος του.
– Ναι, ναι, συνέχισε πολύ ζωηρά τώρα η αλεπού. Εσύ μεγάλωσες κι ομόρφηνες. Και τι κατάμαυρο χρώμα που έχουνε τα φτερά σου. Καλά το 'λεγα εγώ πως εσύ πρέπει να είσαι βασιλιάς των πουλιών του δάσους.
Το κοράκι έγειρε το κεφάλι του για ν' ακούσει καλύτερα.
– Προχτές είχαμε αυτή τη συζήτηση, συνέχισε η αλεπού. Εγώ έλεγα πως εσένα έπρεπε να κάνουμε βασιλιά των πουλιών, τ' άλλα αγρίμια όμως δεν υποστήριξαν τη γνώμη μου, γιατί έλεγαν πως δεν έχεις όμορφη φωνή. Αν είχες όμορφη φωνή, έλεγαν, θα σ' έβαζαν αμέσως βασιλιά όλων των πουλιών του δάσους.
Το κοράκι ζαλίστηκε όταν τ' άκουσε. Να γίνει βασιλιάς των πουλιών του δάσους- τι άλλο ήθελε; Και πώς τολμούσαν να λένε ότι δεν είχε όμορφη φωνή; Τώρα θ' άκουγαν…
Κι ανοίγοντας το στόμα του, άρχισε να φωνάζει, όσο μπορούσε πιο δυνατά:
– Κρα! Κρα!
Στο μεταξύ, όμως, το κομμάτι το κρέας, που κρατούσε ως εκείνη τη στιγμή στο ράμφος του, έπεσε καταγής κι η πονηρή αλεπού τ' άρπαξε και το 'φαγε, αμέσως.
– Όμορφη φωνή έχεις, κυρ – κόρακα, του είπε, γυρίζοντας για να φύγει. Αν είχες και μυαλό, σου άξιζε να γίνεις βασιλιάς των πουλιών του δάσους!
Ο Αγριόγατος κι ο Πετεινός
Ένας αγριόγατος κυνηγούσε, μια μέρα, μέσα στο δάσος, αλλ' ως το μεσημέρι δεν είχε κατορθώσει να πιάσει παρά μόνο τρία πουλάκια, που τα 'φαγε αμέσως. Τι να του έκαναν όμως τα τρία εκείνα πουλάκια; Αυτός ήθελε να φάει τουλάχιστον είκοσι για να χορτάσει.
Όπου, μια στιγμή, εκεί που παραφύλαγε, κουλουριασμένος πάνω στο κλαδί ενός δέντρου, μήπως καθίσει κανένα πουλί, για να τ' αρπάξει, είδε να περνάει από κάτω ένας πετεινός.
Οι κότες βοσκούσαν σ' ένα χωράφι, δίπλα στο δάσος, κι ο πετεινός είχε προχωρήσει, μόνος του, ανάμεσα από τα δέντρα, ψάχνοντας να βρει πιο νόστιμα σκουλήκια.
Όταν τον είδε ο αγριόγατος, σκέφτηκε πως ήτανε το καλύτερο φαγητό, που θα μπορούσε να ονειρευτεί, και πήδησε απάνω του.
Ο πετεινός όμως πρόφτασε να του ξεφύγει κι ετοιμάστηκε να τον χτυπήσει με το ράμφος του και με τις οπλές του, που ήταν κοφτερές σαν σπιρούνια.
– Γιατί θέλεις να με φας; ρώτησε. Εσύ δεν είσαι αλεπού για να τα βάζεις μαζί μου, ούτε εγώ είμαι κανένα πουλάκι από εκείνα που κυνηγάς.
– Θέλω να σε φάω, γιατί λυπάμαι τους ανθρώπους, αποκρίθηκε ο αγριόγατος, που έπιασε τη συζήτηση, για να βρει μια κατάλληλη στιγμή να ορμήσει απάνω του.
– Λυπάσαι τους ανθρώπους; Τι θες να πεις μ' αυτό; ρώτησε απορώντας ο πετεινός.
– Τους λυπάμαι γιατί τους ενοχλείς.
– Δεν μπορώ να σε καταλάβω, αγριόγατε. Πώς τους ενοχλώ τους ανθρώπους;
– Γιατί αρχίζεις, από τα μεσάνυχτα κιόλας, να ξεφωνίζεις τα «κουκουρίκου» σου και δεν τους αφήνεις να κοιμηθούν και να χορ-τάσουν τον ύπνο, ενώ ξέρεις πόσο κουράζονται όλη την ημέρα.
– Κάνεις λάθος, αγριόγατε. Εγώ δεν τους ενοχλώ, αλλά τους εξυπηρετώ.
– Και τι εξυπηρέτηση τους κάνεις;
– Αν δεν ήμουν εγώ με τα «κουκουρίκου» μου, αυτοί δεν θα ξυπνούσαν.
– Καλύτερα γι' αυτούς, γιατί θα χόρταιναν τον ύπνο.
– Θα χόρταιναν τον ύπνο και θα ξυπνούσαν όταν ο ήλιος θα 'τανε δυο κοντάρια πάνω από το βουνό.
– Και τι σε πειράζει εσένα;
– Είσαι κουτός, αγριόγατε, γιατί δεν ξέρεις τους ανθρώπους και τις συνήθειές τους. Αν δεν σηκώνονταν νωρίς, την ώρα που τους ξυπνάω εγώ με τα κουκουρίκου μου, δεν θα πρόφταιναν ως το βράδυ να τελειώσουν όλες τις δουλειές τους…
Ο αγριόγατος, που δεν έβρισκε τι ν' απαντήσει στα λόγια του πετεινού, αλλά δεν έβρισκε ακόμη και την ευκαιρία που ζητούσε, για να χυμήξει απάνω του, άλλαξε κατηγορία.
Читать дальше