Το ποιητικό σύμπαν του Μιχάλη Πιερή είναι και απλό και περίπλοκο ταυτόχρονα. Η επιφάνειά του φαίνεται απλή, αλλά το βάθος κρύβει μια περίπλοκη και λεπτομερώς ρυθμισμένη συμφωνία σχέσεων της μυθοποιητικής, της ιστορίας, της λογοτεχνίας, της ψυχανάλυσης, της προσωπικής μνήμης και της μεταφυσικής της γραφής. Την εκτενή ανάλυση του δεύτερου μέρους της συλλογής προτείνω στο τέλος με το άρθρο της Ελληνίδας φιλολόγου Σταματίας Λαουμτζή «Η Αφήγηση ως έπος της μνήμης». Εδώ, για να δώσω το έναυσμα για την ανάγνωση, θα ήθελα να σημειώσω ότι η αντίληψη (concept) της συλλογής έγκειται στον τίτλο της. Από την ποιητική εικόνα της μητέρας ως πηγής – της ζωής και της μνήμης – ξεκινά η εμβάθυνση στο βυθό των αναμνήσεων, των ονείρων, της χαράς και της πίκρας, στο βάθος όπου απλώνεται η ζωντανή ζωή της ψυχής. Η εμβάθυνση στην ανάγνωση εδώ γίνεται κυριολεκτική εμβύθιση κάτω, εκεί όπου ο αόρατος από την επιφάνεια κόσμος, το κρυμμένο σύμπαν της ψυχής, αποκτά όλο και περισσότερες λεπτομέριες, αποκτά την εγκυρότητα του αληθινού βιώματος, όταν η πραγματικότητα βρίσκεται σε αιματική σχέση με την πολιτισμική μνήμη, με τη μυθική διάσταση της γλώσσας, με το ασύλληπτο του έρωτα και του θανάτου. Έτσι η πρώτη εικόνα στο πρώτο ποίημα – η εμβάθυνση στην πηγή της γέννησης, κι επομένως του θανάτου – αναπτύσσεται σ’ένα εκτενές ποιητικό έργο το οποίο καθαυτό γίνεται πηγή της γνώσης και της έμπνευσης για τη ζωή του μέλλοντος. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον στην ποίηση του Μιχάλη Πιερή αποτελούν τρείς διαστάσεις της ενιαίας πληρότητας του χρόνου, που παραμένει αιωνιότητα στο ενιαίο του ποιητικού μύθου.
Οι σημειώσεις μου βασίζονται στην προφορική συζήτηση και σε αλληλογραφία με τον ποιητή. Θα ήθελα να κάνω τα σχόλια μου όσο γίνεται πιό εκτενή, για να διηγηθώ στον αναγνώστη περισσότερα πράγματα για την αγαπημένη Κύπρο, αλλά τότε η ποιητική συλλόγη θα μετατρεπόταν σε διατριβή, οπότε περιορίστηκα στα βασικά για να αφήσω περισσότερο χώρο στη φωνή του ποιητή.
Lidia Ardanova
Mάνα βαθύ πηγάδι μου
γυμνός καί κατεβαίνω.
Γερά κρατιέμαι ἀπ’ τά πλευρά
φλέβα νεροῦ στά σκέλια μου
τρέμει τό φυλλοκάρδι
(Ἀκούω ξαφνικά φωνή
τοῦ μακρινοῦ πατέρα.
Φαρμάκι τό νερό
πῆγαν οἱ κόποι μούχτιν.)
Nά μέ τραβήξεις τώρα στό βυθό
μαγνήτης μάτι καί στοιχειό
νά μέ ρουφήξεις δράκαινα
μέ τή θηλειά τῆς μνήμης.
Nά κλείσει πάνω ἡ πλάκα τοῦ ουρανοῦ.
Мама – глубина – источник
Мама, глубокий источник мой,
я наг и спускаюсь.
За стенки крепко держусь,
внизу под ногами родник,
и дно сердца трепещет.
(Вдруг голос –
это далекий отец.
Отравой стала вода,
столько стараний даром!)
Утащишь теперь меня вниз в темноту,
дурной час, черный сглаз,
страх ночной, ужас дневной,
затянешь меня, дракониха
в петлю, в силки памяти.
Упаду в тебя, захлебнусь.
И захлопнется сверху плита
неподвижного неба.
Mάνα τοῦ χάρου τό φταξε
στό πιό στενό σοκάκι τήν ὥρα πού στριβε
στό φῶς. Kρατεῖ το καί λαλεῖ του.
Γιά μεῖνε δῶ μωρέ παιδί
νά σέ εἰκάνω γιό μου·
γιά μεῖνε δῶ στήν ἐρημιά
στή σκοτεινιά πού σ’ ἦβρα
στό πλάγι μου νά κοιμηθεῖς
στήν ἀγκαλιά μου μέσα
νά μέ ζεσταίνεις τίς νυχτιές
νά σαι καλός μαζί μου.
Kι ἄν γείρεις καί μεταστραφεῖς
στά βάσανα τά τόσα
θα ρθεῖς καί θά σαι ἄνοστος
κρύος καί χλωμιασμένος
καί δέν θέ νά σέ θέλω πιά
καί δέν θά σέ κρατήσω.
Mά θά σέ ρίξω στά βαθιά.
Στοῦ ἁλωνιοῦ τόν πάτο.
Смертица 1 1 Смертица (Харондисса) – персонаж кипрских народных песен, родительница смерти. Стихотворение обращается к народному мотиву и сохраняет мелодику песни. Следует отметить, что в греческом языке, в том числе и в кипрском его варианте, слово «смерть» (греч. θάνατος , кипр. χάρος ) мужского рода, то есть речь идет о маме и сыне.
Смерти мама свою дочку завела
в темный переулок
ровно в час как к свету та стопы повернула.
Обняла ее и стала напевать.
Будь со мной, дитя мое,
рядом оставайся,
будешь доченькой моей,
что тебе скитаться.
Маму крепко обними,
спи-усни со мною,
будет рядом нам тепло,
знать не будем горя.
Читать дальше