Μ’ αυτόν τον τρόπο (таким образом; ο τρόπος ), γνώρισε από κοντά τα πράγματα του πνεύματος (он вблизи узнал интеллектуальную/духовную жизнь: «дела духа»; γνωρίζω; το πράγμα — вещь; предмет; мн.ч. дела; το πνεύμα ) κ’ ήταν γεμάτος ανησυχίες (и был полон беспокойства; ήσυχος — спокойный; η ανησυχία — беспокойство, тревога ).
Μ’ αυτόν τον τρόπο, γνώρισε από κοντά τα πράγματα του πνεύματος κ’ ήταν γεμάτος ανησυχίες.
Ένα βράδυ (однажды вечером: «одним вечером»), ο Φαβρίκιος βγήκε περίπατο (Фаврикий вышел на прогулку; βγαίνω; ο περίπατος ) και μελετούσε με πολλή προσοχή τις κομψές διαβάτισσες (и изучал с большим вниманием элегантных прохожих дам; Μελετώ; ο διαβάτης / η διαβάτισσα ), τα προγράμματα των κινηματογράφων (программы кинотеатров; το πρόγραμμα; ο κινηματογράφος ) και τις βιτρίνες των πουκαμισάδων (и витрины рубашечных магазинов: «витрины тех, кто продает рубашки»; η βιτρίνα; ο πουκαμισάς ). Εκεί που πήγαινε (там, где /он/ шел = когда /он вот так/ шел), δίχως να συλλογίζεται τίποτα (ни о чем не думая; συλλογίζομαι ), μήτε καν το βιβλίο του (даже о своей книге: «ни о своей книге»), ξαφνικά αντάμωσε τον παλιό του γνώριμο τον Αμπανόζη (/он/ внезапно встретил своего старого знакомого Абанозиса; ανταμώνω; ο γνώριμος ), που μαζί είχανε καταβροχθίσει αλησμόνητες γκιουβετσάδες (вместе с которым /они/ поглощали незабываемые ювеци; το γκιουβέτσι — ювеци, блюдо из баранины и кускуса, запеченных в горшочках с сыром; καταβροχθίζω ) κ’ είχανε κατεβάσει το κρασί με τις μπουκάλες (пили вино бутылками: «спускали вино бутылками»; κατεβάζω — спускать, опускать; η μπουκάλα ) κ’ είχανε μοιραστεί τις συμπάθειες των ελαφρών γυναικών (и разделяли симпатии женщин легкого поведения: «легких женщин»; μοιράζομαι; η συμπάθεια; η γυναίκα ).
Ένα βράδυ, ο Φαβρίκιος βγήκε περίπατο και μελετούσε με πολλή προσοχή τις κομψές διαβάτισσες, τα προγράμματα των κινηματογράφων και τις βιτρίνες των πουκαμισάδων. Εκεί που πήγαινε, δίχως να συλλογίζεται τίποτα, μήτε καν το βιβλίο του, ξαφνικά αντάμωσε τον παλιό του γνώριμο τον Αμπανόζη, που μαζί είχανε καταβροχθίσει αλησμόνητες γκιουβετσάδες κ’ είχανε κατεβάσει το κρασί με τις μπουκάλες κ’ είχανε μοιραστεί τις συμπάθειες των ελαφρών γυναικών.
Ο Φαβρίκιος πολύ ευχαριστημένος μ’ αυτή τη συνάντηση (Фаврикий, очень довольный такой встречей; ευχαριστιέμαι ), στάθηκε να καλησπερίσει το σύντροφο του (остановился, чтобы поприветствовать своего товарища: «пожелать своему товарищу доброго вечера»; στέκομαι; καλησπερίζω; ο σύντροφος ), μα ο Αμπανόζης δεν ήταν πια όπως τον ήξερε (но Абанозис больше не был таким, каким /он/ его знал). Τα μούτρα του ήτανε κατσουφιασμένα (у него была угрюмая физиономия: «его физиономия была угрюмой») κ’ έμοιαζε (и /он/ походил; μοιάζω ) σα να βασανίζανε τη ψυχή του (словно мучили его душу = было похоже, что мучили его душу; βασανίζω ) λογιών-λογιών μπελάδες και μεράκια (всякого рода хлопоты и огорчения; λογιών-λογιών — разный, всякого рода; ο μπελάς; το μεράκι ). Κοίταξε το Φαβρίκιο καλά — καλά στα μάτια (/он/ пристально: «хорошо-хорошо» посмотрел Фаврикию в глаза; το μάτι ) και του μίλησε αυστηρά (и заговорил с ним сурово), σαν άνθρωπος που δεν έχει όρεξη για χωρατά (словно человек, которому было не до шуток: «который не имел аппетита для шуток»; το χωρατό ):
— Ώστε, το λοιπόν, κύριε Φαβρίκιε, γράφεις και βιβλία (так, значит, господин Фаврикий, /ты/ и книги пишешь);
Ο Φαβρίκιος πολύ ευχαριστημένος μ’ αυτή τη συνάντηση, στάθηκε να καλησπερίσει το σύντροφο του, μα ο Αμπανόζης δεν ήταν πια όπως τον ήξερε. Τα μούτρα του ήτανε κατσουφιασμένα κ’ έμοιαζε σα να βασανίζανε τη ψυχή του λογιώ-λογιώ μπελάδες και μεράκια. Κοίταξε το Φαβρίκιο καλά — καλά στα μάτια και του μίλησε αυστηρά, σαν άνθρωπος που δεν έχει όρεξη για χωρατά:
— Ώστε, το λοιπόν, κύριε Φαβρίκιε, γράφεις και βιβλία;
Ο Φαβρίκιος συμμαζεύτηκε (отрезвел: «собрался»; συμμαζεύομαι — собираться; сдерживаться ) και μονομιάς του ήρθε η ανάγκη να απολογηθεί (тотчас почувствовал необходимость оправдаться: «ему пришла необходимость оправдаться»; απολογούμαι ):
— Δεν τα παρατάς (брось ты это; Παρατώ ), αδερφέ (брат; ο αδερφός )! Ούτε κουβέντα να γίνεται (и не говори: «пусть даже разговора не будет»). Να, μια μέρα, δεν είχα άλλη δουλειά (вот, однажды, нечего мне было делать), κ’ έτσι, για να περάσει η ώρα (и, вот, чтобы убить время: «чтобы прошло время»; περνώ ), έγραψα αυτή τη φυλλάδα (/я/ написал эту книжицу). Αστεία πράγματα (пустяки)!
Читать дальше