Διψούσε τρομερά, γιατί τον έκαιγαν οι πληγές του, αλλά δεν μπορούσε να συρθεί ως το ποταμάκι, που έτρεχε λίγο πιο πέρα, κι απόμεινε όλη τη νύχτα πεσμένος στο χώμα και βογκώντας από τους πόνους.
Το πρωί, έτυχε να περάσει από κει ένα πρόβατο.
– Κάνε μου τη χάρη, αρνί μου, το παρακάλεσε ο πληγωμένος λύκος, να μου φέρεις νερό να πιω κι έπειτα εγώ βρίσκω να φάω…
– Ναι, του αποκρίθηκε το αρνί, άμα σου φέρω νερό να πιεις να ξεδιψάσεις, θα φας εμένα για να χορτάσεις!
Κι έφυγε τρέχοντας όσο μπορούσε πιο γρήγορα.
Το Λιοντάρι και τ' Αγριογούρουνο
Ήτανε καλοκαιριάτικο μεσημέρι, πολύ ζεστό, κι ένα λιοντάρι, που διψούσε πολύ, βγήκε από τη σπηλιά του και ξεκίνησε να πάει στην πηγή, που βρισκότανε μέσα σ' ένα φαράγγι, για να πιει νερό.
Την ίδια ώρα, ξεκίνησε από τη φωλιά του κι ένα διψασμένο αγριογούρουνο, για να πάει στην ίδια πηγή, να σβήσει τη δίψα του. Τα δυο αγρίμια έφτασαν την ίδια στιγμή στην πηγή του φαραγγιού, που ήτανε πολύ μικρή κι έτσι δεν μπορούσαν να πιούνε και τα δυο μαζί.
– Θα πιω εγώ πρώτα! είπε το λιοντάρι.
– Και γιατί να πιεις εσύ πρώτα κι όχι εγώ; ρώτησε θυμωμένα το αγριογούρουνο.
– Γιατί είμαι ο βασιλιάς των αγριμιών!
– Εγώ δεν σε αναγνωρίζω για βασιλιά μου!
– Τραβήξου πιο πέρα, ώσπου να πιω νερό, γιατί αλλιώς θα χυμήξω απάνω σου και θα σε κατασπάραξω!
– Εύκολο να το λες, αλλά δύσκολο να το κάνεις. Δοκίμασε αν θέλεις και θα δεις πώς θα σε ξεσχίσω με τα χαυλιόδοντά μου! το απείλησε το αγριογούρουνο.
Τα δυο θεριά άρχισαν τότε να παλεύουν άγρια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, γιατί και τα δυο ήταν δυνατά κι επιδέξια.
Μια στιγμή όμως, που σταμάτησαν το πάλεμα, για ν' ανασάνουν, είδαν ένα κοπάδι από όρνια, που είχανε καθίσει στα γύρω δέντρα και περίμεναν ποιο από τα δυο θα σκοτωθεί για να πέσουν απάνω στο πτώμα του να το φάνε.
– Καλύτερα να γίνουμε φίλοι, παρά να μας φάνε τα όρνια! είπε το λιοντάρι.
– Συμφωνώ κι εγώ με τη γνώμη σου, είπε το αγριογούρουνο.
Κι ήπιαν με τη σειρά τους νερό, γιατί κατάλαβαν ότι με τα μαλώματά τους αυτά θα 'χαναν κι άλλοι θα κέρδιζαν.
Ο σπάταλος νέος και το Χελιδόνι
Ένας νέος κληρονόμησε από τον πατέρα του μεγάλη περιουσία.
Η περιουσία του ήτανε τόσο μεγάλη, ώστε σκέφτηκε πως δεν είχε καμιά ανάγκη να δουλεύει.
Ρίχτηκε λοιπόν στις διασκεδάσεις και ξόδευε ασυλλόγιστα τα χρήματα. Όσο μεγάλη όμως κι αν είναι μια περιουσία, όταν ξοδεύεται ασυλλόγιστα, τελειώνει κάποτε. Έτσι, μια μέρα, ο νέος είδε πως δεν του είχε απομείνει τίποτε άλλο, εκτός από τα ρούχα, που φορούσε.
Όπως καθότανε στενοχωρημένος, γιατί δεν έβρισκε χρήματα για να πάει να διασκεδάσει, όπως είχε κακοσυνηθίσει, είδε ένα χελιδόνι, που είχε έρθει πριν από τ' άλλα.
Μόλις το είδε, ο νέος ενθουσιάστηκε.
– Ευτυχώς, έφτασε πια το καλοκαίρι! είπε. Τώρα δεν μου χρειάζεται πια το πανωφόρι, γιατί θα κάνει ζέστη.
Κι έβγαλε αμέσως το πανωφόρι του, το πούλησε και, με τα χρήματα που πήρε, πήγε να διασκεδάσει. Αλλά, την άλλη μέρα, φύσηξε ένας άγριος χιονιάς κι ο νέος, που έτρεμε από το κρύο, γυρνούσε στους δρόμους ψάχνοντας να βρει κάπου να χωθεί για να ζεσταθεί.
Εκεί που περπατούσε στους δρόμους, είδε το χελιδόνι, που είχε έρθει πρώιμα, πεσμένο στο χώμα, πεθαμένο από το κρύο.
– Αχ, καημένο χελιδόνι, του είπε, εσύ κατάστρεψες εμένα και χάθηκες και συ!
Ζούσε κάποτε ένας άνθρωπος τόσο φιλάργυρος, ώστε προσπαθούσε να μην ξοδεύει τίποτα, για να μαζεύει χρήματα. Έτρωγε μόνο ξερό ψωμί, έπινε μόνο νερό, ντυνότανε με κουρέλια κι ό,τι κέρδιζε από τη δουλειά του, το 'κρυβε, για να κάνει μεγάλη περιουσία.
Στο τέλος, έδωσε όσα χρήματα είχε κι αγόρασε ένα μεγάλο σβόλο χρυσάφι. Όλη εκείνη τη νύχτα, έμεινε άγρυπνος, για να μην του το κλέψουν, κι όλο χάιδευε το χρυσάφι και το καμάρωνε και κόντευε να τρελαθεί από τη χαρά του, που είχε ένα τέτοιο θησαυρό δικό του.
Χαράματα ακόμα, έσκαψε ένα λάκκο στον κήπο του κι έθαψε εκεί μέσα το σβόλο το χρυσάφι, για να μην μπούνε κλέφτες στο σπίτι του και του τον αρπάξουν.
Κάθε τόσο, σκάλιζε το χώμα, έπιανε το χρυσάφι στα χέρια του, το χάιδευε, το καμάρωνε κι έπειτα το 'θαβε πάλι.
Κάποιος όμως τον είδε και, μια νύχτα, που ο φιλάργυρος κοιμότανε, ξέθαψε το χρυσάφι, το πήρε και ξανάκλεισε το λάκκο.
Την άλλη μέρα, όταν ο φιλάργυρος σκάλισε το χώμα κι είδε πως έλειπε ο θησαυρός του, έπεσε κάτω κι άρχισε να κλαίει και να χτυπιέται. Εκείνη τη ώρα, περνούσε ένας διαβάτης, που τον είδε και τον ρώτησε τι έπαθε. Κι όταν ο φιλάργυρος του διηγήθηκε την ιστορία του, ο διαβάτης είπε:
Читать дальше