– Ωραιότατα λέγεις, είπον εγώ, Κέφαλε· αλλ' αυτό το πράγμα, την δικαιοσύνην, πώς τάχα θα το ορίσωμεν; ότι σημαίνει απλώς: να λέγωμεν την αλήθειαν και να αποδίδωμεν εκείνα τα οποία ηθέλομεν λάβη παρά τινος, ή μήπως ημπορεί και αυτά ενίοτε μεν να είναι δίκαια, ενίοτε όμως και άδικα; παραδείγματος χάριν, εάν τις ήθελε λάβη παρ' ενός φίλου του όπλα και έπειτα εκείνος ο φίλος τύχη και παραφρονήση, αν του τα ζητή οπίσω, πας τις βεβαίως οφείλει να παραδεχθή, ότι ούτε πρέπει να του τα αποδώση, ούτε δίκαιος θα ημπορούσε να ονομασθή αν του τα απέδιδε· επίσης και να λέγη πάσαν ανυποκρίτως την αλήθειαν εις άνθρωπον διατελούντα εν τοιαύτη καταστάσει. – Ορθά τα λέγεις, είπεν εκείνος. – Δεν είναι λοιπόν αυτός ο ορισμός της δικαιοσύνης, να λέγη τις την αλήθειαν και να αποδίδη εκείνα τα οποία ήθελε λάβη.
– Είναι και παραείναι, Σώκρατες, – είπεν ο Πολέμαρχος λαβών τον λόγον – εάν τουλάχιστον οφείλωμεν να πιστεύσωμεν τον Σιμωνίδην. – Κ' επάνω εις αυτό – είπεν ο Κέφαλος – σας παραδίδω τον λόγον· διότι πρέπει να πηγαίνω να φροντίσω διά την θυσίαν μου. – Και λοιπόν, είπον εγώ, ορίζεις τον Πολέμαρχον κληρονόμον σου; – Βεβαιότατα, απήντησεν εκείνος γελάσας· και συγχρόνως εξήλθε διά την θυσίαν του. – Λέγε μας λοιπόν, είπον εγώ, εσύ ο κληρονόμος του λόγου, τι λέγει ο Σιμωνίδης περί δικαιοσύνης, το οποίον συ παραδέχεσαι ότι είναι ορθόν; – Λέγει, απήντησεν εκείνος, ότι δίκαιον είναι το να αποδίδωμεν εις έκαστον τα οφειλόμενα· και εις τούτο ευρίσκω εγώ ότι έχει πληρέστατον δίκαιον. – Αλλά βέβαια, είπον εγώ, δεν είναι εύκολον να απιστή κανείς εις τον Σιμωνίδην· διότι είναι σοφός και θείος άνθρωπος. Τι είναι όμως ακριβώς εκείνο το οποίον λέγει, συ μεν ίσως, Πολέμαρχε, να το γνωρίζης, εγώ όμως το αγνοώ· διότι είναι φανερόν ότι δεν εννοεί βέβαια, αυτό που ελέγομεν ημείς προ ολίγου, ότι δηλ. οφείλει τις να αποδώση εις ένα άνθρωπον ο οποίος έχασε τας φρένας του μίαν παρακαταθήκην, την οποίαν του ενεπιστεύθη εκείνος όταν τας είχε ακόμη, διότι βέβαια και η παρακαταθήκη είναι πράγμα οφειλόμενον· ή όχι; – Ναι – Ώστε κατ' ουδένα τρόπον δεν πρέπει να το αποδώσωμεν, όταν το ζητή άνθρωπος μη ευρισκόμενος εις τα λογικά του; – Αυτό είναι βέβαιον, απήντησεν εκείνος. – Κάτι άλλο λοιπόν εννοεί, καθώς φαίνεται, ο Σιμωνίδης, όταν λέγη ότι είναι δίκαιον να αποδίδωμεν τα οφειλόμενα. – Χωρίς αμφιβολίαν, είπεν εκείνος· καθόσον φρονεί, ότι οφείλουν οι φίλοι να κάμνουν καλόν εις τους φίλους των, ουδέποτε όμως κακόν. – Α, τώρα ενόησα, είπα εγώ, ότι δηλ. δεν αποδίδει τα οφειλόμενα, εκείνος όστις π. χ. αποδίδει μίαν χρηματικήν παρακαταθήκην εις τον φίλον, που του την ενεπιστεύθη, εάν και η απόδοσις και η παραλαβή είναι βλαβερά· αυτό δεν λέγεις ότι είναι το νόημα του Σιμωνίδου; – Βεβαιότατα. – Εις τους εχθρούς του όμως οφείλει τις να αποδίδη ό,τι τύχη να τους οφείλη; – Αναμφιβόλως, απήντησεν, εκείνο τουλάχιστον που τους οφείλεται· οφείλεται δε, κατά την γνώμην μου, εις τον εχθρόν εκ μέρους του εχθρού, εκείνο ακριβώς και που του αρμόζει, δηλ. κακόν. – Διετύπωσε λοιπόν, καθώς φαίνεται, είπον εγώ, ο Σιμωνίδης ολίγον αινιγματωδώς, ως ποιητής που είναι, το δίκαιον, διότι είχε μεν εις τον νουν του κατά πάσαν πιθανότητα, ότι δίκαιον είναι το να αποδίδη τις εις έκαστον εκείνο που του αρμόζει, τούτο δε ωνόμασεν οφειλόμενον. – Αλλά τι άλλο νομίζεις; μου απήντησε. – Κάμε μου λοιπόν την χάριν και άκουσε. Εάν κανείς τον ηρώτα· «Ω Σιμωνίδη, ιατρική καλείται η τέχνη, η οποία εις τίνας και τι το οφειλόμενον ή αρμόζον αποδίδει;» τι νομίζεις ότι θα μας απεκρίνετο; – Φανερόν ότι, απήντησεν, εκείνη η οποία προσφέρει εις τα σώματα τα φάρμακα, τας τροφάς και τα ποτά. – Τέχνη πάλιν μαγειρική καλείται εκείνη η οποία εις τίνας και τι το οφειλόμενον ή αρμόζον αποδίδει; – Εις τα φαγητά τα καρυκεύματά των.
– Σύμφωνοι. Λοιπόν δικαιοσύνη θα εκαλείτο η τέχνη, η οποία εις τίνας τι αποδίδει; – Εάν πρέπη να είμεθα συνεπείς με εκείνα τα οποία είπομεν πριν, εκείνη η οποία αποδίδει εις τους φίλους και τους εχθρούς ωφελείας και βλάβας. – Το να ευεργετή λοιπόν κανείς τους φίλους του και να βλάπτη τους εχθρούς του, αυτό ονομάζει δικαιοσύνην; – Έτσι μου φαίνεται. – Ποίος λοιπόν είναι ικανώτατος να κάμνη καλόν εις φίλους ασθενούντας και κακόν εις τους εχθρούς εις ό,τι αποβλέπει την ασθένειαν και την υγιείαν; – Ο ιατρός. – Και ποίος εις τους ταξιδεύοντας, όσον αφορά τους κινδύνους της θαλάσσης; – Ο κυβερνήτης.
– Ο δε δίκαιος πάλιν, εις ποίαν πράξιν και όσον αφορά ποίον έργον είναι ικανώτατος να ωφελή τους φίλους και να βλάπτη τους εχθρούς; – Εις τον πόλεμον, μου φαίνεται, μαχόμενος μεν εναντίον αυτών, υπερασπιζόμενος δε εκείνους. – Έστω· εις τους μη ασθενούντας όμως, φίλε Πολέμαρχε, ο ιατρός είναι άχρηστος. – Πραγματικώς. – Και εις τους μη ταξιδεύοντας επίσης ο κυβερνήτης. – Ναι. Και ο δίκαιος άρα γε κατά τον αυτόν λόγον είναι άχρηστος εις τους μη πολεμούντας; – Δεν ημπορώ να το παραδεχθώ ολότελα αυτό. – Ώστε είναι χρήσιμον άρα γε πράγμα και εν ειρήνη η δικαιοσύνη; – Χρήσιμον. – Αλλά και η γεωργία είναι επίσης· ή όχι; – Ναι. – Διά την εσοδείαν βέβαια καρπού. – Ναι. – Αλλά και το επάγγελμα προσέτι του υποδηματοποιού; – Ναι. – Προς κατασκευήν βέβαια υποδημάτων, μου φαίνεται ότι θα απήντας. – Σωστά.
Читать дальше