«Ήρθεν ο ιερέας και παρακαλούσε τους θεούς ν' αξιώσουν τους Αχαιούς, να πάρουν την Τρωάδα και να γυρίσουν με το καλό στα σπίτια τους, και να λυτρώσουν τη θυγατέρα του παίρνοντας την ξαγορά της και να σεβαστούν το Θεό. Κι όταν τάκουσαν όλοι οι άλλοι τον εσεβάστηκαν και ήσαν σύμφωνοι, μόνον ο Αγαμέμνων αγρίεψε και τον πρόσταξε να τραβηχθή αμέσως τώρα και να μην τολμήση να ξανάρθη, μήπως δεν τον ωφελήσουν καθόλου τα στεφάνια του θεού και η πατερίτσα του· και πρι να ξεσκλαβωθή η θυγατέρα του, θα γεράση, του είπε, κάτω στο Άργος μαζί του· και τον πρόσταξε να φύγη και να μην τον ερεθίζη, αν θέλη να φθάση γερός στο σπίτι του· κι ο γέροντας που τάκουσε τον έπιασε τρομάρα κ’ έφυγε χωρίς να βγάλη μιλιά· και αφού προχώρησε μακρυά από τα καράβια, άρχισε να παρακαλή τον Απόλλωνα, κράζοντάς τον με όλα τα ονόματά του, και να του θυμίζη, αν καμμιά φορά του είχε χαρίση τίποτα για να τον ευχαριστήση, ή θυσία ξεχωριστή να του είχε προσφέρη, ή εκκλησιά να του είχε χτίση· για όλα αυτά λοιπόν τον παρακαλούσε να τιμωρήση τους Αχαιούς με τα βέλη του, για τα δάκρυα που τον έκαμαν να χύση.»
Κατ' αυτόν τον τρόπον, φίλε μου, γίνεται απλή διήγησις χωρίς μίμησιν. – Εννοώ.
– Εννοείς λοιπόν ότι το εναντίον είδος της διηγήσεως είναι, όταν ο ποιητής αφαιρή τα εν τω μεταξύ, που λέγει ο ίδιος, και αφήνη μόνον εκείνα, που λέγουν μεταξύ των τα πρόσωπα. – Και αυτό το εννοώ· όπως δηλαδή γίνεται εις τας τραγωδίας. – Ακριβώς· και τώρα, νομίζω, σου έδωσα να καταλάβης εκείνο, που δεν ημπόρεσα προηγουμένως, ότι δηλαδή, ένα μεν είδος της ποιήσεως και της μυθοπλαστίας γίνεται εξ ολοκλήρου διά της μιμήσεως, η τραγωδία και η κωμωδία, όπως είπες και συ, ένα δε άλλο είδος απλώς διά της διηγήσεως του ιδίου του ποιητού· και θα το εύρης αυτό προ πάντων εις τους διθυράμβους· υπάρχει δε και τρίτον είδος, εις το οποίον συνενούνται και οι δύο τρόποι, όπως γίνεται εις την επικήν ποίησιν και εις πολλά άλλα είδη ποιήσεως· με ενόησες λοιπόν; – Πώς; τώρα εννοώ τι ήθελες να ειπής τότε. – Τώρα ενθυμήσου και τι ελέγαμεν πριν από αυτά, ότι, αφού καθωρίσαμεν το τι πρέπει να λέγωμεν, υπολείπεται να εξετάσωμεν και το πώς πρέπει να τα λέγωμεν. – Αλλά το ενθυμούμαι.
– Ενοούσα λοιπόν, ότι πρέπει να συζητήσωμεν, εάν θα αφήσωμεν εις τους ποιητάς το δικαίωμα να μεταχειρίζωνται την μιμητικήν διήγησιν, ή εν συνδυασμώ και την μιμητικήν και την απλήν, και εις ποίας περιστάσεις το ένα ή το άλλο είδος, ή και θα τους απαγορεύσωμεν τελείως την μίμησιν. – Μαντεύω ποίος είναι ο σκοπός σου· να ίδωμεν αν θα παραδεχθώμεν ή όχι την τραγωδίαν και την κωμωδίαν εις την πόλιν μας. – Ίσως· αλλά ίσως και κάτι περισσότερον ακόμη· διότι δεν ηξεύρω επί του παρόντος ακόμη τίποτε, αλλ' όπου μας φέρη ο λόγος ως πνοή ανέμου, εκεί θα σύρωμεν. – Και έχεις δίκαιον.
– Αυτό λοιπόν τώρα πρόσεξε, Αδείμαντε, αν μας συμφέρη να είναι οι νέοι μας μιμητικοί, ή όχι; ή μήπως έπεται και αυτό εκ των προηγουμένων, ότι ο καθείς μόνον ένα επάγγελμα ημπορεί να εξασκή καλώς, και όχι πολλά, διότι εκείνος που καταπιάνεται με όλα, δεν θα κατορθώση ποτέ να διακριθή εις κανένα; – Έτσι βέβαια θα είναι. – Ώστε το ίδιον θα εφαρμόζεται και περί της μιμήσεως· ο ίδιος άνθρωπος δεν θα ημπορή ποτέ να μιμήται καλώς πολλά πράγματα, όπως ένα μόνον; – Όχι βέβαια. – Πολύ ολιγώτερον λοιπόν θα ημπορέση να καταγίνεται εις κανένα από τα σπουδαία επαγγέλματα και να μιμήται συγχρόνως πολλά πράγματα και να είναι μιμητικός, αφού ο ίδιος άνθρωπος δεν δύναται να ευδοκιμήση εις δύο συγχρόνως μιμήσεις, αι οποίαι θεωρούνται τόσον σχετικαί προς αλλήλας, όπως παραδείγματος χάριν η τραγωδία και η κωμωδία· ή δεν τας ωνόμαζες προ ολίγου μιμήσεις αυτάς; – Μάλιστα· και έχεις δίκαιον εις αυτό. – Και δεν ημπορούν οι ίδιοι να είναι ραψωδοί και υποκριταί συγχρόνως. – Πράγματι. – Ούτε να είναι οι ίδιοι υποκριταί και εις την τραγωδίαν και εις την κωμωδίαν^ όλα δε αυτά είναι μιμήσεις ή όχι; – Είναι. – Και μου φαίνεται, Αδείμαντε, ότι η φύσις του ανθρώπου έχει κατακερματισθή εις μικροτέρας ακόμη ειδικότητας, ώστε να είναι αδύνατον να μιμήται κανείς πολλά συγχρόνως, ή και να κάμνη επιτυχώς εκείνα που παριστάνουν αι μιμήσεις. – Έχεις πληρέστατον δίκαιον.
– Εάν λοιπόν επιμείνωμεν εις την πρώτην μας εκείνην διάταξιν, κατά την οποίαν οι φρουροί μας, απηλλαγμένοι πάσης άλλης ενασχολήσεως, έργον αποκλειστικόν θα έχουν την υπεράσπισιν της ελευθερίας της πόλεως και τίποτε άλλο, που δεν έχει σχέσιν με αυτό, δεν θα τους επιτρέπεται ούτε να κάμνουν ούτε να μιμούνται οτιδήποτε άλλο και αν είναι· εάν δε μιμούνται, μόνον ό,τι έχει σχέσιν με τον προορισμόν των να μιμούνται εκ παιδικής ηλικίας, δηλαδή την ανδρείαν, την σωφροσύνην, την ευσέβειαν, την μεγαλοψυχίαν και τας τοιαύτας αρετάς· κάθε δε ταπεινόν και αισχρόν, ούτε να το πράττουν ούτε να έχουν την επιτηδειότητα να το μιμούνται, μήπως από την μίμησιν καταντήσουν και να γίνουν τοιούτοι· ή δεν έχεις παρατηρήση ότι η μίμησις, εάν αρχίση και εξακολουθή από πολύ νεαράν ηλικίαν, καταντά από την συνήθειαν να γίνη δευτέρα φύσις και κατά το σώμα και κατά την φωνήν και κατά την διάνοιαν; – Και πολύ μάλιστα.
Читать дальше